Το «μου» χρησιμοποιείται δόκιμα ως κτητική αντωνυμία συμπάθειας.
Στη (δια)λεκτική όμως πάλη σλανγκικών και μη φιλοφρονήσεων, χρησιμοποιείται δίκην προγαμιαίου σάλιου: συμβολικά, κάνουμε κάποιον δικό μας πριν τον κάνουμε δικό μας.
Ανήκει στο οπλοστάσιο πολλών ευπροσήγορων φυλών (βέλτσοι, νυφίτσες, κυρα-περμαθούλες, κ.α.) με σκοπό το με-το-γάντι άδειασμα των συνομιλητών τους.
Ασίστ: ο johnblack μου.
  - Εσύ αγορίνα μου αυτό κατάλαβες; Εγώ απλά ανοίγω μια κτγμ ενδιαφέρουσα συζήτηση, δεν αντιπαρατίθεμαι σε κανέναν. Κι αν έχεις άγνωστες λέξεις, λυπάμαι αλλά δεν προτίθεμαι να αλλάξω το στυλ μου γι' αυτό. Καλές γιορτές!
  (εδώ)
  
  - Eυχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε. Σου εύχομαι ολόψυχα καλές γιορτές και ευτυχισμένος ο νέος χρόνος...
  (προς μπαγαποντοδότη, εκεί)
  
  - Καλέ μου βράστα, η ευρηματικότητά σου, οι συνειρμοί που κάνεις και η ικανότητά σου στα λογοπαίγνια είναι πράγματι απιστεύτου [...] Αλλά ως εκεί.
  (παραπέρα)
  
  - Το μόνο που έχω να πω είναι το εξής - γαμιά μου, εσύ!!!
  (ΡΤΠ calling Νούλης, εδώ)
 
