Further tags

Μπασκετική ορολογία σε απευθείας μετάφραση από το αγγλικό «pour it on», που σημαίνει ευστοχώ σε μακρινό σουτ. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως περιγραφή τρόπου παιχνιδιού, για κάποιον παίκτη ο οποίος γενικά είναι καλός μακρινός σουτέρ.

Προχωρημένες versions της έκφρασης ενσωματώνουν και επιπλέον υπονοούμενα τύπου «στάζει πιπέρι ο τύπος», «στο στάζει στη μούρη» κλπ.

Γίνεται λοιπόν η αλλαγή στο σκρην κι εγώ πρέπει να βγω πάνω στον κοντό, ο οποίος είναι σφαίρα. Φυσικά δεν προλαβαίνω και μας το έσταξε το τριποντάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο χρησιμοποιείται συχνά σε άπιαστα γκολ που ο τερματοφύλακας δεν έχει καμία τύχη οπότε δεν κάνει καν προσπάθεια / εκτίναξη προς τη μπάλα, απλά γυρίζει και κοιτάζει. Τερματοφύλακες σεσημασμένοι ως προς αυτή την αντίδραση συχνά ονομάζονται φωτογράφοι, όμως αυτό προϋποθέτει τόση έλλειψη ταλέντου ώστε ο τέρμας να μένει άγαλμα ακόμα και σε φαινομενικά εύκολα για αυτόν γκολ.

Η χρήση της μεταφοράς μπορεί να συνεχιστεί επάπειρον και κατά το δοκούν, του τύπου «έβγαλε και ευρυγώνιο μην το χάσει», «στην ταχύτητα κλείστρου εξπέρ αλλά από αντανακλαστικά ούτε λόγος» κ.ο.κ.

Και έχεις τώρα τέρμα τον Κοστάντσο, ο οποίος στα μισά γκολ που τρώει έχει μείνει άγαλμα και τα φωτογραφίζει. Πού πας έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοσδήποτε κωλόφαρδος καταφέρει να σκοράρει σε γκόμενα, η οποία υπό κανονικές συνθήκες ούτε καν θα γυρνούσε να τον κοιτάξει. Η παρομοίωση προέρχεται από το ποδόσφαιρο εκεί όπου το γκολ σε περίπτωση οφ-σάιντ είναι αντικανονικό.

- Ρε μαλάκα ο Στέλιος δεν είναι αυτός απέναντι που φασώνεται με το ξανθό με τις βυζάρες;
- Ωχ, ναι!
- Τον πούστη, τι γκολ-οφσάιντ πήγε κι έβαλε;

(από HardcoreGR, 09/12/11)(από HardcoreGR, 09/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Στο ποδόσφαιρο, όταν ένας παίκτης έχει την μπάλα και ο αμυντικός τον πιέζει για να του την κλέψει, τότε λέμε ότι «τον μαρκάρει».

Μεταφορικά όμως, «μαρκάρω» μια γκόμενα σημαίνει ότι της χώνομαι. Άμα η πίεση είναι πιο έντονη, τότε χρησιμοποιείται και η έκφραση «στενό μαρκάρισμα».

  1. - Δε ξέρω πως να στο πω, αλλά τελευταία μαρκάρω την ξαδέρφη σου, μπας και μου κάτσει.
    - Ε δεν τρώγεσαι. Αυτή είναι σοβαρή κοπέλα ρε, με σένα τον φλούφλη θα μπλέξει;

  2. - Τι θα γίνει, θα γαμήσεις φέτος ή θα αλλάξει ο χρόνος έτσι;
    - Γάμησέ τα. Κάνω στενό μαρκάρισμα στην Άννα από την κατασκήνωση αλλά μου το παίζει ιστορία.

(από HardcoreGR, 10/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλοτούμπα, η εκδήλωση ασυνέπειας, η αλλαγή στάσης λόγω έλλειψης σοβαρότητας λόγω ηθικής αδυναμίας, διαφθοράς κλπ. Και αυτός που πράττει τα παραπάνω, ο κωλοτούμπας δηλαδή.

Ο Μιτσούο Τσουκαχάρα (Mitsuo Tsukahara, 1947-) είναι ένας Ιάπωνας αστέρας της ενόργανης γυμναστικής. Του αποδίδεται, σύμφωνα με την Wikipedia, η εισαγωγή και καθιέρωση δύο ασκήσεων που φέρουν πια το όνομά του. Οι περιστροφές του σώματος που περιλαμβάνουν αυτές χρησιμοποιούνται για να τονίσουν καθ' υπερβολή το εντυπωσιακό μέγεθος της ιδεολογικής ή πολιτικής μεταστροφής.

  1. Από εδώ:

τσουκαχαρα απο ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ: θα ψηφισουν τελικα την προκαραρκτικη εξεταση.

  1. Από εδώ:

Κανει τουμπα και βγαινει στη Βουκουρεστιου να εισπραξει ΦΑΠΕΣ !
Βγαινει τωρα και λεει για ΑΠΕΙΛΕΣ !! χαχαχαχα Αυριο τον βλεπω να βγαινει σαν τον Ντομινικ… «μου την επεσε τραβε προβοκατωρας για να με χωρισει»… Τριπλο τσουκαχαρα και το ΠΑΣΟΚ στο κλαρι…

  1. Από εδώ:

Σορυ για το οφ τοπικ, αλλα ο Μελαγιες φετος ηταν ο μοναδικος που επεσε μεσα στο θεμα Σπανουλη. Οταν οι αλλοι εκαναν τον Τσουκαχαρα, εκεινος επεμενε οτι ηταν τελειωμενη υποθεση ο ερχομος του στον Ολυμπιακο.

Got a better definition? Add it!

Published

Στη μπασκετική ορολογία, σημαίνει κλέβω τη μπάλα από τον αντίπαλο - αρκετά όμοια με την κανονική σημασία της κλοπής. Παρ' όλα αυτά, ο όρος χρησιμοποιείται συνηθέστερα στο μπάσκετ για το κλέψιμο μέσα από τα χέρια του αντιπάλου, την ώρα δηλαδή που ντριμπλάρει.

Χρησιμοποιείται σε αυτό το context για να υποδηλώσει ότι τον έκανες ρόμπα με αυτό το κλέψιμο - σε αντίθεση π.χ. με ένα κλέψιμο που προέρχεται από παρέμβαση σε απρόσεκτη πάσα.

Το ίδιο το κλέψιμο αναφέρεται φυσικά ως «φέρμα».

Αν μου πουλήσεις εξυπνάδα κάνω φέρμα, τη μπάλα και φεύγω στην επίθεση σφαίρα. (Tang-Ram)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτική έκφραση συνήθως προς τερματοφύλακα που, παρά τις προσπάθειές του, καταφέρνει να έχει πάντα το τέρμα του γεμάτο, ή και γενικά προς άτομο που δεν μπορεί να πιάσει κάτι εύκολο.

Η κουβέρτα, που ούτως ή άλλος έχει μεγάλη επιφάνεια, κατά το πέταγμά της έχει την τάση να απλώνει και, σε συνάρτηση με το βάρος της, επιβραδύνει αισθητά κάτι που καθιστά το πιάσιμό της σχεδόν το μοναδικό ενδεχόμενο.

Λέγεται όταν το προς πιάσιμο εύκολο αντικείμενο είναι κινούμενο και όχι σταθερό.

Συναντάται επίσης σαν υπερθετικός βαθμός το «δεν πιάνει ούτε βρεγμένη κουβέρτα», αλλά και το λιγότερο γνωστό «δεν πιάνει ούτε μπουφάν».

Συνώνυμα: μανταλάκιας.

  1. Ρε τήταν εκείνος ο Χαπιάς με την Τότεναμ ρε; δεν έπιανε ούτε κουβέρτα! Πάλι καλά που παίζαμε μπακότερμα με Κοντρέρας!

  2. - Και γιατί δεν μου έδινες το περιοδικό χέρι με χέρι;
    - Ένα μέτρο απόσταση είχαμε, που να ξέρω ότι δε μπορείς να πιάσεις ούτε κουβέρτα και θα σου έπεφτε;

Δεν πιάνει ούτε κουβέρτα. (από PUNKELISD, 24/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποδόσφαιρο, η μπάλα, η μπαλίτσα λέγεται και έτσι λαμβάνοντας την υποκοριστική γαμοσλανγκοτέτοια κατάληξη -ετο (λ.χ. σκοπιά- σκοπέτο, γκόμενα- γκομενέτο- νέτο, πόρνη- πορνέτο κ.τ.ό.), ώστε να συμπίπτει και με το ευγενές θέαμα του χορευτικού μπαλέτου. Λειτουργεί δηλαδή και ως ευφημισμός ή ως και καλούα ξεκάρφωμα όταν λ.χ. οι αγγουριές με τις μπύρες λένε ότι πάνε να δούνε μπαλέτο, εννοώντας μπάλα, ενώ το δόκιμο μπαλέτο είναι και καλά θέαμα για γυναίκες.

Βέβαια, ενίοτε το ποδόσφαιρο γίνεται κυριολεκτικά μπαλέτο, όταν λ.χ. υπάρχουν πολύ χαριτωμένες ντρίπλες, που θυμίζουν χορογραφία (βλ. και χαρακτηρισμό ποδοσφαιριστών ως «μπαλαρινών» στο παράδ. 1), ή όταν η σφυρίχτρα είναι σφυρίχτερμαν. Συναφώς, αποτελεί και παρατσούκλι του ποδοσφαιριστή Σεμπάστιαν Λέτο.

Τρίβιο: Ο Dmitri Shostakovich είχε χαρακτηρίσει το ποδόσφαιρο «μπαλέτο των μαζών» (δες).

1.Μια νύχτα στα …μπαλέτα!
Εκρηκτικές στις αρχές του Β’ ημιχρόνου οι “μπαλαρίνες” του Παναθηναϊκού, συνέτριψαν με σκορ 3-0 τον ΠΑΟΚ σε μια απίστευτη αγωνιστική… (Εδώ).

  1. Στην τηλεόραση μπαλέτο,
    όχι τα Μπολσόι,
    μπάλα πώς το λένε,
    Ζιντάν, Φαν Νιστελρόι.
    (Ημισκούμπρια, βλ. μήδι).

  2. Είδαν μπάλα και μπαΛέτο (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης χρόνων παραμονής στο εξωτερικό των αιώνιων φοιτητών.

Χρησιμοποιείται όταν η ακαδημαϊκή θητεία του εκάστοτε φοιτητή έχει ξεπεράσει κάθε χρονικό όριο, κοινώς όταν έχει χαθεί το μέτρημα.

Είθισται να συνοδεύεται (ο όρος) με αριθμό για να δώσει έμφαση.

(Διάλογος μεταξύ φοιτητών)
- Δε πάει άλλο φιλαράκι, πρέπει να πάρω πτυχίο φέτος.
- Άραξε ρε μεγάλε και να γυρίσεις τι νομίζεις ότι θα κάνεις, δε βλέπεις τι κρίση παίζει στην Ελλάδα; Αλήθεια πόσα χρόνια λείπεις;
- Τι να σου λέω τώρα, έχω δει τρία μουντιάλ στην Ιταλία και πάω για το τέταρτο αν συνεχίσω να τα ξύνω!
- Πλάτανος...

(από danikos, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικώς χρησιμοποιείται για διάφορα εξογκώματα, και κυρίως για εξογκώματα σε δερμάτινες ή ελαστικές επιφάνειες (ή και σε άλλες επιφάνειες που θα έπρεπε να είναι λείες). Λ.χ. σε μπάλα ποδοσφαίρου που υποφέρει από το κλωτσίδι, ιδίως αν είναι κακής κατασκευής, ή σε ελαστικά οχημάτων που πετάνε βυζί ως μη όφειλαν. Ένας περαιτέρω αστεϊσμός μπορεί να επιτευχθεί αν το κακής ποιότητας ελαστικό παρομοιαστεί με διάσημη φο-βυζού τουμπανοβύζα τ. Πάμελα Άντερσον, Πετρούλα Κωστίδου κ.τ.ό.

Συνώνυμο: καρούμπαλο.

Πάσα: deinosauros, sokin, Παπαντώνης.

  1. Πεταξε βυζι το λαστιχο
    Εκλασε η ασφαλτος
    Για το πεταξε βυζι ισως λεγεται για τα ελαστικα με σαμπρελα και το λενε στην κατασταση στην οποιο το λαστιχο ειναι οπως η μπαλα,που σκιζεται το δερμα και πεταγεται το μπαλονι εξω και κανει ενα καρουμπαλο...Εντελως στην τυχη και πιθανως να ειναι τρελη μ@λ@κια... (Εδώ).

  2. Τελικά τα κατάφερα και έπεσα όλος μέσα σε γνωστή λακούβα των νότιων προαστείων. Πέταξε «βυζι» (σαν την Πετρούλα..... ενα τούμπανο) (Εδώ).

  3. Καλύτερα να κάνει βυζιά το λάστιχο (αν και αυτό έχει σχέση περισσότερο με την ποιότητα των ελαστικών παρά με τη γόμα... αλλά έστω ότι έχουν σχέση, δεν είμαι και ειδικός, αν ξέρει κάποιος ας μας δώσει τα φώτα του) παρά να βρεθεί σε ένα δεντρό κρεμασμένος με το τιμόνι στο χέρι. (Εδώ).

  4. Ήμουνα καλός τερματοφύλακας, έπιανα τη μπάλα με το ένα χέρι κι έβγαζε «βυζί» ! (Από το βιβλίο του Γιάννη Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και Σταράτα, ευγενικώς πασαρισθέν υπό του Δεινοσαύρου).

(από Vrastaman, 14/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified