Βασικά δεν ήξερα πώς να το θέσω το ζήτημα, αλλά τέσπα, αναφέρομαι στην ιδιότροπη σλανγκοχρήση του πρώτου ενικού προσώπου και της σχετικής προσωπικής αντωνυμίας από τους ποδοσφαιρικούς οπαδούς προκειμένου να μιλήσουν για την αγαπημένη τους ομάδα, σε καθημερινές κουβέντες, αθλητικά ραδιόφωνα κλπ.
Εδώ το εγώ = η ομάδα, είναι μια φοβερά περιεκτική οντότητα χωροχρονικά και με κάθε τρόπο: περιλαμβάνει τα πάντα, από τους διεθνείς ακριβοπληρωμένες παίχτες μέχρι τους πλέον τελειωμένους χουλιγκάνους που έχει ο κόσμος (ή λλαός, στα θεσσαλονικιώτικα) της ομάδας, και από την σύνθεση της ομάδας το 1927 μέχρι τους τωρινούς δισεκατομμυριούχους μεγαλομέτοχους του ΔΣ της ΠΑΕ -και καμιά φορά και άψυχα αντικείμενα (όταν η ταύτιση αφορά στο γήπεδο).
Τελικά έχει διανυθεί μεγάλη απόσταση στο δρόμο της ψύχωσης από τότε που ως πιτσιρικάδες λέγαμε «σας γαμήσαμε». Το πρώτο πληθυντικό είναι κάπως πιο νορμάλ.
Απλά φανταστείτε ότι αυτός που λέει τα παρακάτω είναι ο Σπύρος ο ψυκτικός που φτιάχνει τα ερκοντίσιον:
- εγώ έχω γήπεδο (έχει λεφτά το επάγγελμα, αλλά όχι κι έτσι)
- εγώ έχω λαό (ο Σπύρος - εδώ μάλλον Παόκι- ως Έθνος Κράτος)
- εγώ πήγα με το άρθρο 44 (ο Σπύρος κάνει έρωτα με το Σύνταγμα)
- εγώ είμαι καμίνι (ο Σπύρος -εδώ μάλλον ως Τούμπα- είναι θερμόαιμος και από πάνω του πετάνε μπουκάλια και χαρτιά υγείας)
- εγώ σ' έτρεχα (εδώ παίζει να είναι και κυριολεξία)
- εμένα με ξέρει όλη η Ευρώπη (κυρίως λέγεται από το προσωπικό του «Πρέσβη»)
και το κατά την άποψη μου κορυφαίο όλων
- ΕΓΩ ΕΧΩ ΛΕΦΤΑ (η γενιά των 700 ευρώ συναντά τη γενιά των 700 εκατομμυρίων ευρώ, τέλος, τα πάντα όλα).