Υπερβολικά κουραστική, ανιαρή, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.
- Πού να αδειάζω τώρα το φορτηγό με τα καρπούζια. Σκέτο κουρασεμπόριο. Άλλη φορά...
Υπερβολικά κουραστική, ανιαρή, επαναλαμβανόμενη κατάσταση.
- Πού να αδειάζω τώρα το φορτηγό με τα καρπούζια. Σκέτο κουρασεμπόριο. Άλλη φορά...
Got a better definition? Add it!
Συνάθροιση κλανιάρηδων.
-Αμάν ρε μαλάκες, κλανοπάζαρο το κάνατε! Ανοίχτε κάνα παράθυρο τουλάχιστον!
Got a better definition? Add it!
Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.
Πάμε για μπάφκετ;
Got a better definition? Add it!
Είδος στοματικού sex όπου η γυναίκα περιποιείται τον σύντροφό της, όχι απλώς γλείφοντας μέσα-έξω, αλλά στριφογυρίζοντας ταυτοχρόνως το ανδρικό μόριο.
Δες και -άτος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δηλώνει κατάσταση, ενίοτε και άτομο που, ενώ δεν σε ξέρει, θα πιει τον καφέ σου, θα κάνει απ' τα τσιγάρα σου, θα σου σηκώσει το τηλέφωνο κλπ κλπ. Η κατάσταση δηλώνει τζαμπέ και χαλαρά μαζί.
- Πωωω, παίζει ενα πάρτυ σήμερα, χλίδα λέμε.
- Στο πολύ ζεβουαζιόν μας κόβω πάλι δηλαδή.
Got a better definition? Add it!
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Got a better definition? Add it!
(ουσ. ουδ.): Σχέση που συνάπτεται με ιδιαιτέρως... συγκεκριμένο σκοπό.
Τι έρωτες κλπ μου λες τώρα. Εγώ ψάχνω για κάνα πηδύλλιο για να στρώσω.
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
(Oυσ. ουδ.): Παλιρροϊκό κύμα που σε χτυπάει αν βρεθείς κατά λάθος σε παραλία gay γυμνιστών στη Μύκονο!
- Μπάμπη πάμε να φύγουμε από δω, θα μας σηκώσει το τσουτσουνάμι.
%
Got a better definition? Add it!
Η μάλλον βίαιη πράξη που χαρακτηρίζεται από combo κλωτσιδίων μετά μπουνιδίων. Γενικά, βρώμικο ξύλο.
-Και του βρίζω τη μάνα, και μ' αρχίζει στα κλωτσομπουνίδια. Μου πιάνεις λίγο την πάπια...;
Βλ. σχετικά: τρώω ξύλο, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, κολυμπηθρόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, το, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, το, ταβερνόξυλο, βαράτε, το
Got a better definition? Add it!