Further tags

Το γελοίο και εντελώς ανώφελο βάδισμα που υιοθετούν όσοι πρέπει να περάσουν πάνω από μια επιφάνεια που μόλις έχει σφουγγαριστεί, περπατώντας ελαφρώς στα νύχια. Ας σημειωθεί ότι σφουγγαροπερπατάμε μόνο αν είναι παρούσα η καθαρίστρια.

- Σφουγγαροπερπατούσε ο βλάκας! Και γέλαγε μέχρι και η καθαρίστρια!

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμού σε ριάλιτι σόου.

Και βλέπω τη θεια μου τη Βαρβάρα στο μεσημεριανάδικο! Μ'έπιασε Ριαλόνειδος.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανόητη, ανώφελη συνήθεια να σκύβουμε πέντε εκατοστά το κεφάλι όταν περνάμε μπροστά από άλλους θεατές σε σινεμά ή θέατρο ώστε να φτάσουμε στη θέση μας, λες και ο υπόλοιπος όγκος μας φάτσα φόρα δεν τους ενοχλεί.

Ε πήγαμε στις θέσεις μας με ματισκύψιμο, αλλά όλο το σινεμά άρχισε να φωνάζει...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοιράζομαι με κάποιον την ίδια ομπρέλα, αφού υπάρχει μόνο μία, οπότε καταλήγουμε κι οι δύο να έχουμε από ένα βρεγμένο ώμο, αλλά γινόμαστε καλύτεροι φίλοι.

- Ημιαλεξιβράχηκα στον δεξί ώμο, αλλά αυτός ο τύπος φάνηκε καλό παιδί...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία το κόκκινο και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται αποχρώσεις του πράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν.

-Ε, πού πας ρεεε, θα μας σκοτώσεις; Κόκκινο είναι! Αφαναροψία έχεις;;;

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρήξιμο, κλάψα, κρεβατομουρμούρα σε πολύ ενοχλητικό βαθμό.

- Τι έγινε ρε παιδάκι μου, γιατί είσαι έτσι;
- Ήμουνα με τη δικιά μου την απάλευτη πριν...
- Και;
- Τί και ρε; Άρχισε πάλι το ζμπαζοπούτσι και δεν σταμάταγε. Με τσάκισε σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published

Ουσιαστικό που προέρχεται από την επιβλητική έκφραση «ξύνω τ' αρχίδια μου» και σημαίνει το αποτέλεσμα ακριβώς αυτής της φράσης.

Παραδόξως, αν και το ξυσίμο των όρχεων αποτελεί μιας νευραλγικής σημασίας, ανακουφιστική και αγχολυτική διαδικασία, η λέξη με τον καιρό έχει λάβει αρνητική σημασία, εννοώντας την καθολική απραξία, το κωλοβάρεμα και τη λούφα εν γένει.

Αναλόγως με την κλιμάκωση της σοβαρότητας της κατάστασης, το ξύσιμο των όρχεων μπορεί να διενεργείται διαδοχικά ως εξής:

  1. με τσουγγράνα
  2. με γκασμά
  3. μέχρι να ματώσουν

- Τι έγινε ρε Μπάμπη; Το πήρες το εκκαθαριστικό απ' την εφορία τελικά σήμερα;
- Είσαι τρελός; Με τόσο ξυσαρχίδι που ρίχνουν αυτοί εκειμέσα θ' αναγκαστώ να πάω και αύριο!

Βλ. και ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουρώ ενώ έχω στύση, συνήθως τις πρωϊνές ώρες και μέχρι τα 40 συνήθως το πολύ.

- Ο Μήτσουρας από μικρός έτρεχε στο μπάνιο για να ουρήσει πρωί πρωί και τελικά πάντα καυλουρούσε γιατί ήταν στα ντουζένια του, 16 χρονών παιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, μουνοθύελλα (βλ. ελλ. ορσ). Καμία σχέση με καταιγίδα φεγγαριών ή βροχή από κομήτες κτλ.

-Ρε μαλάκα, είδες τί γινόταν στο party;; Πνίγηκα στο string!!!
-Πώς να μη δω ρε μεγάλε! Σκέτη moon storm...

Moon Unit Zappa στο "hit" Valley Girl (από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified