Further tags

Σλαγκικὸς τῦπος τῆς κοινῆς ἐκφράσεως «καὶ μιὰ ποὺ τ' ἀναφέραμε».

«Καὶ μιὰ πουτάνα φέραμε, ὁ πούστης καθέτου ἀποτελεῖ ἀρχίδια τὴν γεωμετρίαν.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα τάπωμα (γείωση) από την παιδική μας ηλικία, ο γραμματικός αυτός κανών χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να προειδοποιήσουμε κάποιον ότι, με τα λεγόμενα ή τις πράξεις του, θα προκαλέσει τη σφοδρή αντίδρασή μας, που θα τον κάνει τουλάστιχον να μετανοιώσει.

Στα φόρα και τα τσατάδικα χρησιμοποιείται για να επιστήσουμε την προσοχή σε σπασοκλαμπανιέρος πολυτονιστές που έχουν ξεφύγει.

Συνώνυμα: ξύνεσαι στη γκλίτσα του τσοπάνη, πας γυρεύοντας, ρούφα κι έρχεται.

Ἐὰν μάλιστα πρόκειται καὶ γιὰ κωλόπαιδο, τότε ἐπιτρεπτὴ καὶ ἡ γραφὴ κωλιμάρης μὲ ὅλες τὶς παραλλαγές της (περὶ τῆς ὀρθογραφίας τοῦ κώλου βλ. σχόλια στὸ λῆμμα κώλος).

- Μακρό προ μακρού οξύνεται, ο κώλος σου ξύνεται.

(από GATZMAN, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αρσενικά: με καύλες, με σηκωμάρες.

Στην έκφραση φεύγω με το κεφάλι ψηλά: αποχωρίζομαι το θηλυκό ή αποσύρομαι από χώρο με έντονη παρουσία θηλυκών χωρίς να έχω κατευνάσει τις σεξουαλικές μου ορμές, παρόλο που προς τα 'κεί (θα ήθελα να) πήγαινε το πράμα. Άσκημη φάση συνήθως.

Ταυτόσημη έκφραση, μένω με το πουλί στο χέρι, σχεδόν ταυτόσημη, παίρνω δουλειά για το σπίτι. Στην ευτυχή περίπτωση κατά την οποία το θηλυκό συναινεί, λες αντίθετα με περηφάνια φεύγω με σκυφτό το κεφάλι.

Βλέπε και ορθοστασία.

Σημείωση: Η χρήση της έκφρασης από άντρες ειδικών προδιαγραφών είναι τίμιο να αποφεύγεται.

– Βρέ καυλώς τονε τον άντρα!...
– Έλα ρε, τί λέει;
– Εσύ πες ρε μαλάκα, τί έγινε χθές; Το βοσκήσαμε το χορτάρι;... Το ματώσαμε το δόρυ;... Τ' ανοίξαμε το δίφυλλο το παραθύρι τελοσπάντωνε;...
– Άσε με ρε σύντροφε, άσ' τα. Τζίφος.
– Γιατί ρε κόπανε; Έτοιμο ήταν το μωρό 'ταν έφυγα αφού...
– Καλά, έτσι έλεγα κι' εγώ.
– Ε και γιατί στράβωσ' η φάση;
– Γιατί 'ταν παραπάνω απο έτοιμο το μωρό, γι' αυτό. Θυμάσαι, τόσες ώρες στο χαμούρεμα ημασταν, και διάλειμματα για μπίρες. Πρέπει νά 'πια έξι μπίρες μαλάκα χθές, μόνο όσο έπαιζα με τη μικρή.
– Γι' αυτό στράβωσε ρε; Δέν μπορούσες να σηκώσεις τη σημαία;
Ίσα ρε βλάκα, που δέν θα μπορούσα εγώ να σηκώσω τη σημαία για λίγες μπίρες... Απλά, μού 'ρθε τ' απίστευτο κατούρημα πάνω που θα φεύγαμε. Έ, είχε και του κώλου την ουρά στην τουαλέτα, μου πήρε κάνα τέταρτο να ρίξω ένα πουτσοκάτουρο ρε πούστη μου...
– Και λοιπόν;
– Και λοιπόν, με το που ξαναβγαίνω, πάω πληρώνω τα ποτά ο αρχιμάλακας και πάω μετά και τη βρίσκω να χαμουρεύεται με Μπάμπη και Μεμά.
– Ταυτόχρονα;!
– Ε τί λές, να το παίρνανε με βάρδιες; Είχανε ανέβει πά' στη μπάρα και χορεύανε σε στάση σούβλας ρε μαλάκα...
– Κι' εσύ τί έκανες;
– Πήρα άλλη μία μπίρα και περίμενα κι' έβλεπα το σόου, ώσπου την ήπια και δέν άντεξα κι' έφυγα.
– Ά χα χα χα χα χα!... Μπράβο μαλάκα. Και της πλήρωσες και τα ποτά έ; Και κερατάς και δαρμένος!... Ζημιάρηηη... Χά χα χα χα...
– ...
– Έλα ρε, μή μασάς ρε. Τουλάχιστον έφυγες με το κεφάλι ψηλά ρε... Μπουά χα χα χα χα χα...

Δες και την έβγαλα ασπροπρόσωπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την Ιταλική λέξη zonta που σημαίνει σφήνα.

Χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες ράφτες και τις Ελληνίδες μοδίστρες στην επιδιόρθωση και ανακαίνιση των ρούχων, όταν «προσέθεταν» ένα κομμάτι ύφασμα για να μεγαλώσουν/φαρδύνουν το αρχικό ρούχο. Κατόπιν το πήραν και άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων, σιδηρουργία, βυρσοδέψες κλπ., πάντα με την έννοια του «προσθέτω» στο αρχικό υλικό.

Στην 10ετία του '60, έγινε συνώνυμο των εμβόλιμων σκηνών πορνό σε κάποιους κυρίως συνοικιακούς και απόμερους κινηματογράφους. Στην κανονική ταινία, προσέθεταν καμμιά δεκαριά μέτρα από άλλη ταινία, έβαζαν τσόντα δηλαδή, και ο κόσμος άρχισε να πηγαίνει ειδικά γι' αυτές τις εμβόλιμες σκηνές, τις τσόντες.

Μάλιστα όταν ο κινηματογράφος ήταν σχετικά άδειος, το φιλοθεάμον κοινό φώναζε:

«Δείξε τσόντα, θα πεινάσεις»

- Τσόντα ρεεεεε
- Χασάπη, δείξε τσόντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με τον αόριστο κιότεψα (ρ. κιοτεύω) και την λέξη κότα. Και οι δυο λέξεις σημαίνουν δειλία, έλλειψη θάρρους. Το αποτέλεσμα είναι οτι, με την χρήση της λέξης 'κότα' μεταφορικά, οπτικοποιείται η έννοια της 'δειλίας' στην οποία παραπέμπει το ρήμα, κυριολεκτικά.
Δηλαδή βγάζοντας ένα ι απ' το κιότεψα, είσαι και φαίνεσαι κότα λειράτη.

Χρήση γίνεται μόνο στον αόριστο.
Αντώνυμο είναι το κότησα (ρ. κοτάω), που θα πει τόλμησα.

Σημείωση: Για την πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση των λέξεων κότα, κοτάω, κλπ, διάβασε τα σχόλια του Hank στο λήμμα κοτάω.

  • Πάλι κότεψες; Λογικό. Είναι άλλωστε αυτό που σε διακρίνει αληταράς, λαμόγιο αλλά και κοτούλα! (εδώ)

  • Κότεψα και ούτε ένα ρημάδι σεσκέφτομαι δεν μπορώ να γράψω. (εδώ)

  • Ευτυχώς που δεν ξέρω το σαβουάρ βιβρ του καμακιού σε σούπερ μάρκετ και κότεψα, αλλιώς θα'τρωγα ξύλο από το γκόμενό της στο διπλανό διάδρομο.

Βλ. και κοτεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυκλικός συλλογισμός τύπου "φαύλος κύκλος" πολύ κοντινός ηχητικά και ορθογραφικά, που χρησιμοποιείται με λογοπαιγνιώδη διάθεση για να εκφράσει "καυλικά" αδιέξοδα.

εδώ. "Τα ευρωπέη καλομαθανε στον κωλο μας, και ο κωλος μας στα ευρωπεη. Καύλος Κύκλος."

εδώ. "κανεις σεξ. Λες φτανει δεν μπορω και δευτερο γυρο. Μετα απο 10 λεπτα ξανακανεις και παλι τα ιδια. Ο γνωστος καυλος κυκλος"

εδώ. "πρωι εχουμε καυλες μεσημερι εχουμε καυλες βραδυ εχουμε καυλες και ξανα απο την αρχη....καυλος κυκλος..."

"Το σεξ ανεβάζει τη τεστοστερόνη, η οποία αυξάνει την επιθυμία για σεξ, το οποίο ανεβάζει τη τεστοστερόνη, ο λεγόμενος καυλος κύκλος."

εδώ. "Πατατάκια-σοκολάτα. Καυλος κύκλος."

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' τον συνδυασμό των λέξεων «καυλί» και «καλά». Είναι η σύντομη εκδοχή του «έτσι θα είναι πιο καλά για τον πούτσο μας».

- Τώρα που τα έφτιαξα με την Χριστίνα θυμήθηκε να με πάρει τηλέφωνο η Μαρία για να βγούμε;
- Ε πιο καυλά ρε μαλάκα. Πάρτην και κανόνισε.

(από HardcoreGR, 13/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαιγνιακή μετατροπή των Κυκλώπειων Τειχών.

Χρησιμοποιείται όταν δεχόμαστε επίθεση από «οργανωμένες ομάδες» κουνουπιών, μυγακίων και σκνιπών.

  1. - Άκυρο για αύριο, δε μπορώ να έρθω να κοινωνήσω.
    - Παραγουάη;
    - Γιατί, όπως πήγαινα στη δουλειά με το ποδήλατο, σκάει μπροστά μου ένα κωνώπειο τείχος, και πρέπει να κατάπια μερικά. Τζαμπέ όλη η νηστεία.

  2. Και μόλις πιάνω την κατηφόρα για Βέροια, αρχίζουν να σκάνε μύτη τα πρώτα κωνώπεια τείχη. Όταν δε έφτασα στο Δήμο Δέλτα, έγιναν αδιαπέραστα. Πάει το γυάλισμα στο κάρο.

Με το μωβ-ροζ χρώμα στη μέση αριστερά.Ο χάρτης αφορά το προσχέδιο νόμου του "Καλλικράτη".\'Εχουν γίνει αλλαγές στη δυτική πλευρά της Περιφερειακής Ενότητας (πλέον) Θεσσαλονίκης (από assosmalakos, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που σκόπιμα προκαλεί σύγχυση στους υποψήφιους παραγγελιοδότες και πολλά λολς στον πανούργο παραγγελιοδόχο.

Ακολουθείται είτε από διευκρινιστική ερώτηση (π.χ. τύπου «έχετε μείνει ή μίνι;) ή από παραγγελία ούζου μίνι ή τέλος από στροφή, με μεγάλη απογοήτευση, σε άλλου είδους ποτά.

- Γεια σας.
- Γεια σας, τι θα πάρετε;
- Εεε, τι ούζο έχετε;
- Από ούζο έχω μίνι (μείνει;) παιδιά.
- Α...Ε, να πάρουμε κρασί τότε.

Gigi sucks bud, το αναγραμμαντείο σε καλωσορίζει στο σλανγκρρ (από Vrastaman, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λουλουδάκι όμορφο για γλάστρα σε αυλίτσα.

Λέγεται και μεταξύ φίλων όταν η βίζιτά τους γίνεται αρμένικια.

Από το «be gone now, ia!», γιατί «ia!» είναι η φωνή που βγάζεις όταν ο φίλος φεύγει επιτέλους. Η δε ρίζα είναι λαρισαϊκή...

Άντε ρε φιλαράκι, μπιγκόνια τώρα και νύσταξα, άντε να σε χαρώ.

φεύγοντας του δίνης και μια γλάστρα να τον γλυκάνεις (από ο αυτοκτονημενος, 15/05/09)αφού δεν ξεχωρίζεις το αγκάθι απ΄ την μπιγκόνια... (από Hank, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified