Το ποτ-πουρί είναι συλλογή (ομοειδών, κατά προτίμησιν) ασμάτων, αδομένων εν σειρά και άνευ διακοπής, συνοδεία κιθάρας συνήθως, του τύπου τρίο Ατένε, τρίο Γκιτάρα, αφοι Τζαβάρα, αφοι Κατσάμπα και οι τοιούτοι. Εκ του γαλλικού pot-pourri, κατά κυριολεξίαν "πλήρες δοχείον". Δεν πρέπει να συγχέονται με το δοχείον νυκτός (το γνωστόν εις τους παλαιοτέρους καθοίκι) μολονότι άδονται (και αυτά) κατά τας νυκτερινάς ώρας. Εις τα καθ' ημάς "πλαίει-λιστ λάιβ". (Καμμία σχέσις με το "πνέει τα λοίσθια", παρά το προχωρημένον της ηλικίας τραγουδιστών και κοινού).

Ενίοτε η συλλογή δεν περιέχει ομοειδή άσματα, λόγω σχετικών απαιτήσεων του κοινού. Εν τούτοις, όλα (από παπαλάμπραινα, μέχρι μπέσαμε μούτσο) εκτελούνται καθ' όμοιον τρόπον. Εις την περίπτωσιν αυτήν έχομεν ποτ-πουρέ ή παπαχελληνιστί μέλτινγκ-ποτ.

Τέλος οι θαμώνες νυκτερινών κέντρων τοιούτου μουσικού είδους, λόγω του προκεχωρημένου της ηλικίας, αποκαλούνται ποτ-πουρά.

-Τι να σου πω Ευτέρπη μου! Πήγαμε στη χοροεσπερίδα του συλλόγου ραχητικών,

-Έχουν σύλλογο τα ραχητικά;

-Όχι καλέ, από την Άνω Ραχούλα, το χωριό της Δωροθέας. Τραγούδησαν τα Κατσαμπάκια, ένα ποτ-πουρί, τί παπαλάμπραινα, τί μάτια μπλέ, τι κουκουρουκουκού,

-ποτ-πουρέ, τότε. Και ποιοί ήσασταν;

-Ολη η παρέα απ' το ΚΑΠΗ!

-Κατάλαβα, ποτ-πουρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, μουνοθύελλα (βλ. ελλ. ορσ). Καμία σχέση με καταιγίδα φεγγαριών ή βροχή από κομήτες κτλ.

-Ρε μαλάκα, είδες τί γινόταν στο party;; Πνίγηκα στο string!!!
-Πώς να μη δω ρε μεγάλε! Σκέτη moon storm...

Moon Unit Zappa στο "hit" Valley Girl (από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified