Further tags

Μουτσέντζα ή αλλιώς μουτζέντζα (πληθ.: μουτσέντζες). Απότομη μετάπτωση της διάθεσης. Από το αγγλικό mood changes.

- Γιατί τόσο νταουνιασμένη η Σουλτάνα;
- Τίποτα μωρέ, της ήρθε περίοδος και την πιάσαν οι μουτσέντζες της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουλάρω, χαλαρώνω, ηρεμώ. Όσο πιο cool τύπος, τόσο περισσότερο δικαίωμα να το λες...

-Τσιλ φιλαράκο. Δεν τρέχει μία σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούλωσ' το, μη μιλάς, κάνε τουμπεκιστάν.

- Ρε σου λέω έχει δίκιο! - Κάνε μόκο και άσε τις παπαριές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κομπλέ.

Ναι ρε σου λέω, το 'φτιαξα, το 'κανα κομπλίκι. Καλύτερο από πριν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη αναστάτωση, το μπέρδεμα. Η λέξη «κουλουβάχατα» προέρχεται από την Αραβική έκφραση «Kullu Wahad» η οποία σημαίνει «όλα ένα».

Να τη διώξεις αυτή τη καθαρίστρια. Μου κάνει κουλουβάχατα τα πράγματά μου, η μπετούγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπερδεγουέη / μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι: Μπερδεμένη κατάσταση, που δε βγαίνει άκρη.

- Ε πώς να γράψω καλά ρε μάνα μ' αυτήν την καθηγήτρια. Κάθε φορά που βγαίνω απ' την τάξη μετά το μάθημά της είμαι και πιο μπερδεγουέη!
- Τι μπαγουδέη παιδάκι μου μου λες... κάτσε διάβασε λέω 'γω!

Δες και μπερδεψοκατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό ban (απαγορεύω).

Σημαίνει δεν εγκρίνω, ρίχνω πόρτα, πετάω έξω κ.τ.λ.

- Με κάλεσε η Σούλα στο σπίτι των δικών της στην Εκάλη.
- Εκάλη; Και πώς θα πας; Με τις κάλτσες με τα ξεχειλωμένα λάστιχα που έχεις και το παπί; Θα σε μπανάρει ο πατέρας της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού own (έχω στην κυριότητά μου, «έχω», κατέχω). Κατά τη γρήγορη πληκτρολόγηση, παραπληκτρολογείται ως pwn (o -> p).

Χρησιμοποιείται ευρέως για να τονίσει την καθαρή υπεροχή κάποιου σε κάποιο βιντεοπαίγνιο.

Ο Τάκης χαλαρά σε ποουνάρει στο ντότα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταστρατήγηση πνευματικών δικαιωμάτων. Ο όρος προκύπτει ως εξής:

κλοπή + copyright (κατοχύρωση πνευματικής ιδιοκτησίας) = clopy + copyright = clopyright

- Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλη συλλογή MP3! Έχεις και τα αυθεντικά CD;
- Όχι ρε, τρελός είσαι; Clopyright όλα είναι από νετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified