Further tags

Πρόκειται για την παρατεταμένη αποχή από το σεξ. Όταν συνεχίζεται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, αποσταθεροποιεί δραματικά την ψυχική ισορροπία του ατόμου και το οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πλήθος νοσηρών συμπεριφορών. Τα υστερικά ξεσπάσματα μιας γεροντοκόρης αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αγαμησιάς.

  1. Ένα μήνα έχω να συναντηθώ με τη δικιά μου. Λείπει στο εξωτερικό κι εμένα μ' έχει φάει η αγαμησιά εδώ πέρα...

  2. - Την άκουσες τη διευθύντρια πώς ούρλιαζε πρωινιάτικα επειδή άργησα πέντε λεπτά; - Αφού την έχει φάει η αγαμησιά ρε κι έχει βαρέσει διάλυση!

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)Monty Python - Σπασαρχίδικο παράδειγμα αγαμησιάς. (από Cunning Linguist, 06/07/12)

Ακόμη: αγαμία, αγαμοσύνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την συνάρτηση f(x) που κάναμε στα Μαθηματικά.

Αναφέρεται σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα...

- Πως πάνε τα πράγματα με την Μαρία;
- Η κατάσταση είναι εφ του χύνω... Τρελό σεξ σου λέέέέωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της γνωστής λέξης μπανιστήρι, αναφέρεται στην ακοή. Σημαίνει κρυφακούω, επί το πλείστον ερωτικές περιπτύξεις.

- Χθες όλο το βράδυ οι διπλανοί δεν με άφησαν να κλείσω μάτι. Πόσο καιρό είχαν να το κάνουν...
- Άσε ρε γκρινιάρη... Έκανες και δωρεάν ακουστήρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το χαμούρεμα ή το παιχνίδι με μια γκόμενα, όταν κάποιος όντας άσχημα καυλωμένος έχει μουσκέψει κάπως το εσώρουχό του, χωρίς όμως να τελειώσει. Με λίγα λόγια, από την καύλα σταλάζει... Συνώνυμο του ξεροχύνω.

- Άσε ρε φίλε, με τρέλανε η γκόμενα! Έπαιζε για μια ώρα, στο τέλος με φίλησε κιόλας... Είχα κάτι καύλες γάμησέ τα... Στάλαζα σου λέω!

Είπαμε, αλλά αυτός το παράκανε (από Khan, 09/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια φάση με την έννοια της ερωτικής περίπτυξης, συνώνυμη της λέξης παρτούζα. Αν οι συμμετέχοντες (άνδρες/γυναίκες, σε τυχαία αναλογία) είναι τρεις, τότε μιλάμε για φάση τριφασική. Αν πάλι είναι περισσότεροι από τρεις, τότε έχουμε φάση πολυφασική. Σχηματικά (x=άτομο):

(1x = μαλακία, ψωλοβρόντι, πεοκρουσία, κατά μόνας ηδονή) 2x = φάση 3x = φάση τριφασική
(3+v)x = φάση πολυφασική.

(Γκομενάκι) - Θα πάμε για βραδινό μπάνιο μετά; Έχω φέρει και μαύρο...
(2+ν Άντρες, μουρμουρίζουν όταν δεν τους παίρνει χαμπάρι το γκομενάκι)
- Ω ρε φάση που έχει να γίνει... Πολυφασική!

Το παρόν μήδι καλύπτει όλες τις υποπεριπτώσεις που αναφέρονται στον ορισμό. (από Galadriel, 06/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυνανίζομαι. Έκφραση σαφώς πιο εμφατική από το απλό τραβάω μαλακία. Χρησιμοποιείται τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά.

  1. - Τι γίνεται αυτός ο Τάσος, πώς έχει ρέψει έτσι;
    - Ε, αφού ανακάλυψε την μαλακία και βροντάει την ψωλή του από το πρωί μέχρι το βράδυ!

  2. - Άσε, κουράζομαι πολύ στο Συμβούλιο της Επικρατείας... Συνέχεια τρέχω πάνω-κάτω...
    - Ναι, γι' αυτό με παίρνεις τηλέφωνο κάθε μέρα και μιλάμε με τις ώρες... Την ψωλή σου βροντάς μαλάκα και παίρνεις κι ένα σωρό λεφτά!

Βλ. και ψωλοβρόντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασική λέξη της νεοελληνικής αργκό με ποικίλες σημασίες:

1) Η δυσφορία που προκαλείται όταν κάποιος είναι έξω από τα νερά του, εξ ου και ξενέρωμα.
2) Η διάψευση των προσδοκιών μας για κάτι.
3) Η υποχώρηση των συμπτωμάτων της μέθης ή της μαστούρας.
4) Η υποχώρηση της σεξουαλικής επιθυμίας.

  1. Πω ρε φίλε, τι γερουσία ήταν αυτή στο πάρτι χθες; Ξενέρωσα εντελώς να πούμε!

  2. Άκουσα το καινούριο CD των Maiden και ξενέρωσα! Δεν το κλείνουν καλύτερα το μαγαζί οι πουρέιντζερς;

  3. - Η γκομενίτσα έχει λιώσει στα ξύδια. Προβλέπω εμετοχυσία...
    - Καλά, πάρτης το ποτό κι εγώ πάω να της φτιάξω έναν καφέ, μπας και ξενερώσει καθόλου...

  4. - Τι έγινε χθες, την φιστίκωσες την Δεσποινούλα;
    - Όχι ρε φίλε... Έβαλα να δούμε το «120 μέρες στα Σόδομα» του Παζολίνι και ξενερώσα εντελώς... Μετά από αυτό είχα σιχαθεί τη ζωή μου, όχι να θέλω και σεξ...
    - Ρε τρόμπα, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν βάζουμε ευρωπαϊκό κινηματογράφο... Κάνα Σρεκ και πολύ είναι!

Δες και ξενέρωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω οργασμό.

Μπράβο. Συγχαρητήρια. Το ζήτημα είναι τί οργασμό έχεις. Διότι υπάρχουν πολλά είδη. Ιδού μια μικρή επιλογή από το Διαδίκτυο.

  1. Ο θετικός: "Ναι ... Ναι ... Ναι ..."
  2. Ο αρνητικός: "Όχι ... όχι ... όχι ..."
  3. Ο αντιφατικός: "Ναι ... Ναι ... Όχι ... Όχι ... Ναι ... Όχι ... Ναι ..."
  4. Ο ερωτηματικός: "Τί σου κάνω, μάνα μου; Τί σου κάνω; Τί σου κάνω;"
  5. Ο χριστιανικός: "Παναγιά μου! Παναγιά μου! Παναγιά μου!"
  6. Ο οθωμανικός: "Αμάν ... Αμάν ... Αμάν ..."
  7. Ο ανεξίθρησκος: "Αμάν Παναγιά μ' ... Αμάν Παναγιά μ' ... Αμαν Παναγιά μ' ..."
  8. Ο τουριστικός: "Oh my God! Oh my God! Oh my God!"
  9. Ο χρόνου προσδιοριστικός: "Τώρα ... τώρα ... τώρα ..."
  10. Ο τόπου προσδιοριστικός: "Εκεί ... Εκεί ... Εκεί ..."
  11. Ο τρόπου προσδιοριστικός: "Έτσι ... έτσι ... έτσι ..."
  12. Το Ολυμπιακό ιδεώδες: "Πιο βαθιά ... πιο δυνατά ... πιο γρήγορα ..."
  13. Ο βωβός: " ... "
  14. Ο βουκολικός: "Αχ Μήτρου μ'! Αχ Μήτρου μ'! Αχ Μήτρου μ'!"
  15. Ο οργασμός της αγελάδας: "Μμμμ ... Μμμμ ... Μμμμ ..."
  16. Ο απαιτητικός: "Κι άλλο! Κι άλλο! Κι άλλο!"
  17. Ο διεισδυτικός: "Πιο μέσα! Πιο μέσα! Πιο μέσα!"
  18. Ο κοπτοραπτικός: "Σκίσε με! Σκίσε με! Σκίσε με!"
  19. Ο οδυνηρός: "Ωχ! Ωχ! Ωχ!"
  20. Ο ιαματικός: "Πάρτα μωρή άρρωστη"
  21. Ο περιγραφικός: "Χύνω! Χύνω! Χύνω!"
  22. Ο διακριτικός: "Τελείωσες, μωρό μου;"
  23. Ο απολογητικός: "Γκννν ... ωχ ... σόρυ, σόρυ ρε γαμώτο"
  24. Ο δολοφονικός: "Έτσι και τελειώσεις μέσα, σε σκότωσα"

Βλέπε άνωθι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση «κούκου» την χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε την ικανότητα, ή μη, στύσης ενός άντρα... Συνήθως την χρησιμοποιούμε με την αρνητική της έννοια...

- Άσε, ο Νίκος έχει πρόβλημα. Δεν του κάνει «κούκου» τώρα τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται απο τις λέξεις ψωλή (ή αλλιώς πούτσα, μαλαπέρδα κτλ) + το ρήμα βαράω -ώ, -άς, -ά, -άμε (για ομαδικό ψωλοβάρεμα), -άτε, -ούν).

Ενίοτε, χρησιμοποιούμε την σύνθετη αυτή λέξη για να περιγράψουμε την γνωστή και προσφιλή πράξη της μαλάκυνσης... κοινώς του αυνανισμού... της μαλακίας ντε... (παραδειγμα #1).

Αλλες φορές πάλι περιγράφει το εργασιακό ωράριο των δημοσίων υπαλλήλων (παράδειγμα #2).

  1. (Διάλογος μεταξύ φίλων. Ο Νίκος δεν είναι παρών) - Μαλάκα, ο Νίκος ψωλοβαρούσε χτες επι 3 ώρες με τα περιοδικά που του έδωσες τις προάλλες...

  2. (Στο τηλέφωνο, διάλογος μεταξύ δύο ιδιωτικών υπαλλήλων. Μιλάνε για τον Νίκο) - Μαλάκα τα έπαιξα στην δουλειά... Μας έχει σκίσει το αφεντικό. Και να φανταστείς αυτό το αρχίδι ο Νίκος ψωλοβαράει όλη μέρα στην εφορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified