Πουτσίας είναι το γνωστό τοις πάσι αρχίδι (παραδείγματα 1,2).

Πουτσίας είναι κι αυτός που αμολάει πούτσες, ή αλλιώς πέη μπλου ή πέη πουά, όμως στην κλίμακα IQ είναι πάνω απ' το ταγάρι (παράδειγμα 3).

Πουτσίας όμως κυρίως είναι το αιώνιο ίνδαλμα του ανθρώπα ανδρός, ήτοι ο γαμίκλας που ακόμα και γερομπηχτικά, δεν σταματά να εξυμνεί την Λιλιάδα (Ραψωδία Α) με την ποιητική του λύρα! (παράδειγμα 4)


Τέλος η πουτσία μαζί με το αντίθετό της την απουτσία, δηλώνουν το ίδιο με το προηγούμενο, όμως το παράδειμα 5, με την κομψότητα και την ελλειπτικότητά του πρέπει να αναδειχθεί το δίχως άλλο από την σλαγκομήγυρη!
Το κάνω πέη κι εδώ. ΕΜΠΕΔΩCΟΝ!

«η απουτσία δεν ειναι μαγκιά ειναι αυτοταπείνωση»
«η πουτσία είναι γκαμιά και ταπεινοαύτωση»

1. Ο πουτσίας ο Χρυσοχοίδης έχει 45 μπάτσους να τον φυλάνε. 45 σκυλιά να φυλάνε ένα γίδι. Νεοφιλελευθερισμός.

2. Αλέξης Μητρόπουλος: «Ο λαός δεν θα αντέξει τα νέα μέτρα» Δώστε του ένα δημόσιο οργανισμό για να ηρεμήσει ο πουτσίας πασόκος [#έχει_δίκιο]

3. Βάζω ν' ακούσω Handel και μου γράφει ο άλλος «που έμαθες εσύ τον Χένκελ, ταγάρι;» Ήμουν φίλος με τον Dixan, πουτσία.

4. Πολύ μεγάλη κουφάλα ο σέξι Σίλβιο ναούμε!! Μέγας μπήχτης και με γούστο ο πουτσίας! :Ρ

5.
- H απουτσια δεν ειναι μαγκια ειναι αυτοταπεινωση
- η πουτσία είναι γκαμιά και ταπεινοαύτωση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζει ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος τους αναγνώστες εγχειριδίων, καθώς του Μπέκκερς και του Τισσώ, που θεωρούσαν τον αυνανισμό ως αιτία δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, τύφλωση, κύρτωση κ.ο.κ., ενώ ο ίδιος ο ποιητής προσπαθεί εναντίον τους να αποκαταστήσει τον αυνανισμό ως μια φυσική διαδικασία, είτε γίνεται κατά μόνας, είτε στο πλαίσιο προκαταρκτικών θωπειών, είτε, κατά μία ψαγμένη ψυχολογική άποψη, κι όταν ο εραστής χρησιμοποιεί ολόκληρο τον ερώμενο και το σώμα του ως αυνανιστικό βοήθημα προκειμένου το ίδιο το σεχ να γίνει εντέλει αφορμή για να παραδοθεί στις αυνανιστικές του φαντασιώσεις και ονειρώξεις.

«Καὶ ἀκόμη κάτι. Ἐσύ, ἔστω καὶ σήμερα, ὅταν χαϊδεύηις μιὰ γυναίκα, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ εἰσδύσηις μέσα της, ἕως τὴν στιγμὴν ποὺ θὰ ἀρχίσηις νὰ τὴν γαμᾶις, κάνοντας τὶς γαμικὲς κινήσεις σου μέσα στὸν κόλπον της, μήπως καὶ σὺ ὁ αὐνανισμοφόβος, δὲν κάνεις κατὰ ἕναν τρόπον, χρῆσιν αὐνανιστικὴν τοῦ ἔρωτος, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος κατὰ τὴν φάσι τῶν θωπειῶν; Θέλεις νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἄλλο; Μάθε ὅτι ὑπάρχουν ἀρκετοὶ ἄνθρωποι τόσο ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ποὺ καὶ ὅταν ἀκόμη εἰσδύουν ὀρθοδόξως στὸ αἰδοῖον τῆς γυναίκας, ἢ, μᾶλλον, γιὰ νὰ τὸ πῶ καλλίτερα καὶ πιὸ ἐκφραστικά, ὅταν εἰσδύουν στὸ μουνί της, (πρέπει να μάθεις Σέργιε νὰ λὲς τὴν ὡραία λέξι ΜΟΥΝΙ καὶ τὸ χαρίεν ὑποκοριστικὸ ΜΟΥΝΑΚΙ), ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ καὶ τότε ἀκόμη, δηλαδὴ τὴν ὥρα ποὺ γαμοῦν (ἀγαπητέ μου, πρέπει νὰ μάθηις νὰ χρησιμοποιεῖς καὶ τὸ ΓΑΜΩ τὸ ἐξαίσιον αὐτὸ ρῆμα), ὑπάρχουν λέγω ἄνθρωποι ποὺ καὶ σὲ τέτοιες στιγμὲς ἀκόμη, οὐσιαστικῶς δὲν γαμοῦν μὰ αὐνανίζονται - δηλαδὴ ψυχολογικῶς δὲν κάνουν τὸν ἔρωτα μὲ τὴν γυναίκα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἑαυτό τους» (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 18-19)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελληνικά του αγγλικάνικου chaturbate, ήτοι της νεόκοπης πρακτικής αγνώστων να αυτοερεθίζονται συνοδείᾳ τρελών μωρών που καυλουργούν ηδυπαθώς μέσω webcam στην άλλην άκρη του κόσμου.

Ο τσαταυνανισμός αποτελεί την πέον σύγχρονη κι εξελιγμένη μορφή αριστερού σερφαρίσματος, καθώς επιτρέπει σε παγκόσμιες κοινότητες να λαγνουργούν περιπαθώς και αλληλεγγύως ατενίζοντας όποια χαρογραφημένη τε και αχαρτογράφητη παραφιλία τραβάει το φυλλοκάρδι τους σε πραγματικό χρόνο και ουχί κονσερβαρισμένη (πιχί τ. γιουπόρν).

Caveat emptor: ο τσαταυνανισμός δεν ενδείκνυται για δημόσια πρόσωπα και πολιτικούς διότι ο ο Μάκης ξέρει... (βλ. εδώ)

- Chaturbate -> μιλανίζομαι
- Θα μπορούσαμε να πούμε και αυνατάρω κατά το τσατάρω. H αλήθεια είναι ότι με το μιλανίζομαι it took me while to get it ενώ τα άλλα είναι πιο ξεκάθαρα
- Τσαταυνίζομαι
- Καλό.
(συζήτα επαγγελματιών διερμηνέων στο Translatum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνοπλημμύρα, ένας δρόμος με μεγάλη συγκέντρωση εξαιρετικά όμορφων και ελκυστικών γυναικών.

Μπορεί να είναι:

α) Ένας πολυσύχναστος δρόμος μια πόλης με μαζεμένα τα ρουχομουνομάγαζα. Εδώ θέλει νέο λήμμα, έχω την ισχυρή εντύπωση. Θα φιλοτιμηθώ όταν έχω καμιά ώρα να καθαρίσω! Μπαμ!

β) Ένας πεζοδρόμος ή εκάστοτε και μονόδρομος μιας πόλης με μεγάλη πυκνότητα καφετεριών και αλλών συναφών μαγαζιών που το καθένα έχει κατα πάσα πιθανότητα και τον δικό του καλησπεράκια.

γ) Μπορεί να αναφέρεται και σε μια πολύ μικρότερη κλίμακα. Αυτό στην περίπτωση που μιλάμε για τον διάδρομο ενός σούπερ μάρκετ ο οποίος εκθέτει όλα τα αποκλειστικά ή μη γυναικείας χρήσης προϊόντα. Όπως ξυραφάκια (unisex), αποσμητικά (unisex), αρώματα (unisex), ταμπόν (female), προφυλακτικά (αν έχει γκόμενο ή είναι λίγο κυνηγός) και αλλά πολλά ευρεία κατανάλωσης που μπορείτε άνετα να τα φανταστείτε.

Και δ) όλοι οι διάδρομοι του Whole Foods στην Venice στην California όπου λέει πως ψαρεύει γυναίκες ο πασίγνωστος dating coach David Wygant (ή έτσι θέλει να πιστέυουμε) και που είναι από τα καλύτερα μέρη για να εκπαιδεύει τους πελάτες του.

Αυτά.

- [Φίλε] ήμουν σε ένα μουνόδρομο χθές. Ασε λέμε γνώρισα ένα τρελό μωρό.
Το ρουφάει το μιλκ σεηκ πιστεύω.
- Αντε ρε, καλά γαμήσια.
- Ευχαριστώ ρε. Θα πέσει πολύ όντως αλλα, δεν το βλέπω να κρατάει για αρκετά. Το μερός φίλε έιχε δίπλα μια ένα μαγαζί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουκλόνι, το - (πληθ): μπουκλόνια.

Πεολειχία, στοματικός έρως προσδιδόμενος προς άρρεν (από άρρεν ή θήλυ ή trans ή by ή bye-bye... δεν έχει σημασία).

Συντομογραφία του «τσιμπουκλόνι».
Συγγενής ρίζα με το «μπουκώνω»...

... και με πλακώνει σε κάτι μπουκλόνια το γκομενάκι φίλε... άσε !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική της πεολειχίας: συνδυάζει κινήσεις στόματος και χειρός κατά τρόπον ώστε με κάθε ξεμπούκωμα του πέους να εκτελείται περιστροφική χειρομάλαξη με άνω ή κάτω φορά, προκειμένου να επιτυγχάνεται βέλτιστη ευχαρίστηση.

Η τεχνική αυτή ονομάζεται και «τσιμπούκι μπαγιονέ», λόγω της ημιπεριστροφής του χεριού στον κορμό του πέους, που θυμίζει το βίδωμα λάμπας μπαγιονέ με μισή βόλτα.

- Η Χ τραβάει κάτι στριφτοτσίμπουκα, άλλο πράμα!

(από Vrastaman, 20/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ' τον συνδυασμό των λέξεων «καυλί» και «καλά». Είναι η σύντομη εκδοχή του «έτσι θα είναι πιο καλά για τον πούτσο μας».

- Τώρα που τα έφτιαξα με την Χριστίνα θυμήθηκε να με πάρει τηλέφωνο η Μαρία για να βγούμε;
- Ε πιο καυλά ρε μαλάκα. Πάρτην και κανόνισε.

(από HardcoreGR, 13/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων «καλησπέρα» και «σπέρμα». Προσφωνείται από αμφότερα και τα δύο φύλα:

  • Όταν κάθε καυλωμένος καλησπερ(μ)ίζει την κοπελιά του ή κάποια άγνωστη η οποία τον έχει ανάψει,
  • Στα προκαταρκτικά του σεχ την ώρα που ο λούτσος βγαίνει απ' το σλιπάκι και χαιρετάει το γατάκι.
  1. (χτυπάει κουδούνι) - Έρχομαι μωρό μου....
    - (ανοίγει την πόρτα) Ήρθα να δούμε DVD, όπως μου είπες.
    - Καλησπέρμα! Μμμμ...ντύθηκες όπως πρέπει βλέπω.

  2. - Τι είναι αυτό που έχει φουσκώσει στο σλιπάκι σου βρε παλιόπαιδο;
    - Για έλα να δεις. Κάποιος θέλει να σου πει κάτι.
    - Για να δω......ΩΩΩ!
    - Καλησπέρμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για βρώμικο αντικείμενο που βρίσκεται ή γεγονός που εξελίσσεται στο δρόμο.

Ο μη εξαντλητικός κατάλογος παραδειγμάτων χρήσης περιλαμβάνει λιπαρά σάντουιτς από καντίνες του δρόμου, χιπχοπικές σκληρότητες, αλητείες (παρ. 1) και καρτέρια (παρ. 2), σεχ ή / και phone σεχ κατά τη διάρκεια οδήγησης (δεν υπάρχει αυτό; τι λες, αλήθεια; και κανονικά και τηλεφωνικά λέμε...). Δηλαδή βρώμικα πράγματα επί του δρόμου. Δρόμικα. Καλό, ε;

Βασικές σπαζοκεφαλιές που προκαλεί ένα δρόμικο: πώς θα τη σκαπουλάρω χωρίς να με πάει αίμα / χωρίς να χύσω στην άσφαλτο αίμα / χωρίς να γαμήσω την εγγύηση του iphone όταν χύσω.

Πάσα: patsis (είχες δίκιο είναι υπαρκτό!)

Παρ. 1 - Hip hop: Μπαίνω και πάλι ξαφνικά, μπαίνω και πάλι λυρικά,
μπαίνω και πάλι φιλάρα για να φέρω σαματά,
ΜΕ σκόπιμο, μπόλικο, βρώμικο, δρόμικο, μόνιμο, νόμιμο, υλικό, λυρικό, κυνικό, ηθικό, αληθινό, αλήτικο, αλύπητο
για ν’ ανεβάσω το επίπεδο, να δείξω το αντίθετο...

Παρ. 2 - Hip hop: Ένα δρόμικο break… Κι απ’το στημένο το καρτέρι μας το δρόμικό
μου καλλωπίζεσαι για χρόνια σε καθρέφτη βρώμικο
με της σκιάς τα λόγια και των γονιών τις συμβουλές
ξυραφιάζεσαι κι αμέσως κρύβεις τις ουλές...

Παρ. 3 - Hop hop: Οδηγεί, ταυτόχρονα μιλάει στο κινητό:
- ... μπλα μπλα μπλα (την κλείνει φορτηγατζής - βρε άσταδγιάλα μαλάκα θα σκοτωθούμε)
- ...αν είναι να μιλάς πρόστυχα στο φορτηγατζή, δεν μιλάς καλύτερα πρόστυχα σε μένα...
- Πλάκα μου κάνεις τώρα! Θες να κάνουμε phone sex όσο παλεύω με το στροφιλίκι; - Μα έλα να κάνουμε ένα δρόμικο ντε! (ναι, είσαι χαζή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρησιμοποίηση του καυλιού, δηλαδή, το σεξ (εκτός φυσικά αν γίνεται λεσβιακά). Οτιδήποτε εμπεριέχει καυλί.

- Καλά, ρε. Η Χριστίνα είναι τέλεια στο καυλόχρηστο. Μάλλον γι' αυτό την λένε όλοι «καυλοχρηστίνα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified