Further tags

Δουλειά που γίνεται διεκπεραιωτικά, στα γρήγορα, πρόχειρα, εκμεταλλευτικά και χωρίς ενοχές για όλα αυτά...

Πολύ ξεπέτα το report φίλε, φαίνεται, ξεπέτα έχει κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναλώνω τον όχι και τόσο πολύτιμο χρόνο μου σε αδράνεια, κωλοβαράω, πλήττω.

Ισχύει τόσο λόγω πραγματικής έλλειψης δουλειάς (πχ ελλείψει πελατών σε κατάστημα) όσο και λόγω ιδεολογικής στάσης ζωής.

Ανάθεμά σε ΙΚΕΑ, όλοι οι μαραγκοί βαράμε μύγες!

Σόκ και δέος (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση εξαιρετικά κακής διάθεσης λόγω βαρεμάρας, ή κακής παρέας.

Άσε ρε φίλε, βγήκα με ένα ταγάρι και με πήγε σε φεστιβάλ Αγγελόπουλου. Η κάμερα εστίαζε για δύο ώρες σε ένα βράχο... εκείνη την είχε καταβρεί, και εγώ βαρούσα ενέσεις!

Πιάσε την σύριγγα τσιμπητέ! (από Vrastaman, 11/09/08)σε τέτοια κατάσταση ήταν το παιδί... (από jesus, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπατίρισα, χρεοκόπησα, έμεινα ταπί και ρέστος, μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια.

«Στα ‘δωσα όλα και έμεινα στον άσσο
έτσι θέλησα να σου εκφράσω
πως τη μέρα που θα φύγεις θα καταστραφώ»
(Η γυναίκα του Ντέμη)

Άσσος στα χρέη (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ σωστό, πολύ καλής ποιότητας, λα κρεμ ντε λα κρεμ. Επίσης, ωραία κατάσταση.

- Πώς το βλέπεις το γκομενάκι;
- Αφρός... σού 'κατσε δικέ μου, για ξεχειμώνιασμα ό,τι πρέπει...

(από nick, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κατάσταση έντονου ψυχικού τραλαλά που προκαλείται από απρόβλεπτες, συνήθως δυσμενείς, συγκυρίες. Εκ του αρχαίου ταράσσω.

  2. Παραδοσιακό πανωφόρι, εξάρτημα της στολής του φουστανελά.

  1. Οι Βρετανοί ως λαός μπορεί να παθαίνουν ταράκουλο στην σκέψη ότι το εθνικό τους φαγητό θα γίνει το ντονέρ αν μπει η Τουρκία στην ευρωπαϊκή ένωση. (από blog)

  2. Ο γιος του Αντώνη, του επιπλοποιού, ξυπνά μέσα στα άγρια χαράματα για να φορέσει τη φουστανέλα και ύστερα το «ταράκουλο», ύφασμα με το οποίο τυλίγει το στήθος του. Όταν απλώνουν το ταράκουλο, παρατηρώ με έκπληξη ότι το μήκος του είναι περίπου τέσσερα μέτρα. (ΤΟ ΒΗΜΑ)

Το ταράκουλο καμμιά φορά είναι ευχάριστο (από Vrastaman, 19/09/08)ΚΑι φοράει ταράκουλο, και παθαίνει ταράκουλο με την φλάτσα της γκιόσσας! (από Vrastaman, 19/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού και πανταχού παρόν επίθημα (;) της νεοελληνικής, που σημαίνει «στο περίπου, και καλά, δήθεν», σχετικοποιεί δηλαδή τη φράση ή λέξη που μόλις ακούστηκε. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ συχνά, γιατί ως γνωστόν στην Ελλάδα τα πάντα είναι σκιές του εαυτού τους (ήδη από το Σπήλαιο του Πλάτωνα), δεν είναι ποτέ σκέτα X, αλλά «Χ κι έτσι».

Χρησιμοποιείται σαν το αγγλικό «sort of» και το καλιαρντό «τύπου»...

  1. Κουλτούρα κι έτσι.
    (τίτλος blog)

  2. Και γιατί δε σου μίλησε ο Στέλιος;
    - Άστονα μωρέ, να πούμε ξέρω 'γω και δηλαδίς, είναι τώρα του στενού κύκλου, στέλεχος κι έτσι...

  3. - Γιατί δεν πετάς τα αποφάγια ρε βρωμύλε; - Η Τασία τα μαζεύει, τα βάζει στις γλάστρες... την έχει δει οικολόγα κι έτσι...

  4. - Ωραίο το μαγαζί ε; - Νταξ, αυτοί οι κατακόκκινοι τοίχοι και οι πλαστικές κούκλες μου τη σπάνε.... - Αλμοδοβάρ κι έτσι...

ένα μαgλί που να πηγαίgνει με αυτή την κίgνηση (από jesus, 09/10/08)

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, έτσι, έτσι!, ετς, καθώς και τ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρανίο, σε πιο λούμπεν μορφή.

Συναντάται σχεδόν αποκλειστικά στην έκφραση τα έχω πάρει στην κράνα, που αποτελεί εναλλακτική διατύπωση της λογιότερης τα έχω πάρει στο κρανίο.

H κράνα δεν πρέπει να συγχέεται με τα κράνα (cranberries), φρούτα, ο χυμός των οποίων συστήνεται για να προφυλάσσει από μολύνσεις τής ουροδόχου κύστης.

Χρησιμοποιώντας τον όρο που πατεντάρισε ο Ηλίας ο Ψινάκης, ο Νίκος Καρβέλας απάντησε σκληρά στο Λαζόπουλο. Ο Βίσσης τα είχε πάρει στην κράνα- για να χρησιμοποιήσω τη δική του αργκό- με το βίντεο που τον έδειχνε ως πίθηκο να αυνανίζεται, το οποίο έδειξε στην εκπομπή του ο Λάκης και θέλησε να μιλήσει στον Τριανταφυλλόπουλο. «Η μάνα μου το ξέρει… Η δική του το ξέρει ότι είναι φούστης;»
(από ιστιοσελίδα)

Μακάκας τα πήρε στην κράνα! (από Vrastaman, 15/10/08)(από Khan, 13/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Έρως

Πολύ απλά, πρόκειται για τον ήχο «τάκα-τάκα» που κάνει η καρδιά όταν ο ανθρώπινος οργανισμός αποβλακώνεται από την αιφνίδια, ακούσια και ανορθολογική έκχυση ορμονών και νευροδιαβιβαστών (όπως η οξυτοκίνη, η βασοπρεσίνη και ντοπαμίνη) στη θέα και μόνο μιας θελκτικής και πιπινώδους (ή μιλφικής, ανάλογα με τις προτιμήσεις εκάστου) ύπαρξεως.

Β. Αυνανισμός

Δεδομένου ότι το πολύ το τάκα- τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, ο όρος έχει εφαρμογές και στον εκούσιο ερωτικό αυτοερεθισμό. Δέον να σημειωθεί ότι ο αυνανισμός και τα ολέθρια αποτελέσματά του (τύφλωση, κύφωση, ροπή προς την ΚΝΕ και άλλες επάρατες παθήσεις) απορρίπτεται δε με ζήλο και από την Εκκλησία, εκτός εάν τελείται με την μέθεξη κληρικών.

3. Εκσπερμάτωση σε χρόνο dt

Η χρήση του τάκα-τάκα σαν προσδιοριστικό ταχύτητας προήλθε από το φαινόμενο της πρόωρης εκσπερμάτωσης αλλά μοιραίως παρείσφρησε και στην πραγματική οικονομία (βλ. επιχειρήσεις με ονόματα όπως «τακούνια στο τάκα-τάκα»).

4. Χούντα: Η αρχή του τέλους

Πολλοί σημερινοί σαραντάρηδες θυμούνται νοσταλγικά την μανιώδη αλλά εφήμερη μόδα του τάκα-τάκα. Επρόκειτο για παιγνίδι συνεχούς κρούσης δυο πλαστικών σφαιριδίων που κρεμόσαντε με σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο κτύπος των τάκα-τάκα ήταν διαολεμένα δυνατός. Τα τάκα-τάκα προκάλεσαν τόσο την οργή νομοταγών πολιτών (πού δεν μπορούσαν πλέον να κλείσουν μάτι το μεσημέρι), όσο και τον πανικό γονέων που έβλεπαν τα δαιμονισμένα παιδιά τους να αυτοτραυματίζονται. Το στρατιωτικό καθεστώς αντέδρασε θέτοντας το τάκα-τάκα εκτός νόμου, αναδεικνύοντάς το έτσι σε σύμβολο αντίστασης και Δημοκρατίας.

Τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τάκα τα
τάκα τάκα τάκα τάκα τα
καρδιά μου πώς χτυπάς
(Γκράν σουξέ εποχής, Τέρης Χρυσός)

Προχθές θυμήθηκα το τάκα-τάκα. Ποιος το θυμάται πια;
Κι όμως αποτέλεσε μαζική υστερία. Τάκα- τάκα όλη η Ελλάδα.
Πόσο κράτησε; Πάντως συμπεριέλαβε ένα καλοκαίρι. Εξαγριωμένοι συνταξιούχοι με τις πιζάμες μας κυνηγούσαν για να κοιμηθούν. Εμείς διακόπταμε μόνο για λίγο. Με το που εξέπνεε το λιοπύρι ξεχυνόμαστε πάλι ακάθεκτοι σαν το διαρκές τζι-τζι- τζι του καλοκαιριού. (από ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified