Κλασικά μεγάλη ποσότητα από χρέη, κούρεμα, υπερτιμολογήσεις, συναλλαγές, φορτίο, πρόστιμο, χιονοθύελλα, ληστεία, αλλά και οτινάναι:

Στη φωτογραφία: Προϊστορική πεταλούδα. Σαν τα μαμούθ ένα πράμα. [IMG] https://pbs.twimg.com/media/CAUCuFFUMAA2jku.jpg[/IMG]

Ποσότητα Μαμούθ με λαθραία τσιγάρα εντοπίστηκε σε εμπορικό πλοίο λέει. Και ρωτώ: Καπνίζουνε τα Μαμούθ; Ήταν ΚΑΙ τα Μαμούθ λαθραία;

-έχω οδηγήσει δεινόσαυρο
-άδεια οδήγησης έχεις; ποιας κατηγορίας;
-μέχρι Τυραννόσαυρο επαγγελματικό
-εμένα δε με βόλευε ο τυραννοσαυρος, είχε κοντά χέρια! Μαμούθ έβγαλα!

Παπανωτα τέτοια οδοντοστοιχια ειχε ο χομο ερεκτους γιατί ετρωγε μαμουθ ωμα εσυ γιατί

Την εποχη των παγετωνων τις καλυτερες τεχνικες επιβιωσης τις ειχαν τα μαμουθ, σμιλόδοντες, λιονταρια των σπηλαιων κ γκομενες με τζιν σορτσακια

(από σφυρίζων, 19/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παιδικό χαρτοπαίγνιο, κατά το οποίον εκείνος που «βγαίνει» τελευταίος, χάνει και μουτζουρώνεται με φούμο από τα άλλα παιδιά. Βλ. και αναλογίες μουτζουρώματος = στιγματισμού εδώ (σχόλιο) και εδώ.

  2. Ο έχων μαυριδερή ή μουτζουρωμένη επιδερμίδα (π.χ. παιδικό ποίημα πέντε ποντικοί μουτζούροι κι άλλοι τρεις αλευρομούροι, μια φρεγάδα αρματώσαν και φακή την εφορτώσαν... κλπ, Ανθολόγιο Ο.Ε.Δ.Β. 1975), βλ. και καρβουνιάρης.

  3. Ή πιο μόρτικα «Μούτζουρας» ή «Καρβουνιάρης».

Λαϊκό σκώμμα έναντι του καταργηθέντος «απλού» λεγομένου τραίνου (δηλ. όχι ταχεία – Intercity) του ΟΣΕ από Πειραιά ή Σιδηροδρομικό Σταθμό Αθηνών («Πελοποννήσου») προς Πελοπόννησο και από Σταθμό Αθηνών («Λαρίσης») προς Βόρεια Ελλάδα και εξωτερικό.

Αποτελούσε παλιό χαρακτηρισμό του ατμήλατου τραινακίου του Πηλίου (1882) και του καρβουνοκίνητου τραίνου του ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομος Αθηνών – Πειραιώς – Πελοποννήσου 1882), λόγω της μουτζούρας που εξέπεμπε στη μάπα των επιβατών η μηχανή, αλλά ο όρος χρησιμοποιήθηκε μέχρι πρόσφατα.

Τα τελευταία 50 χρόνια τουλάχιστον, οι τραινοκίνητες εμπορικές και επιβατικές μετακινήσεις ανά την Ελλάδα γίνονταν με ντηζελομηχανές, ωστόσο, δεν είναι μηχανικός ο λόγος που συνέχισε να αποκαλείται έτσι το τραινάκι επί πάνω από έναν αιώνα.

(Παρατίθεται απόσπασμα από την συλλογή του Ελισσαίου Οδίτη «Ανάξιον Εστί» alias «Πάρε ΚΤΕΛ»):

[i]Α. Ήταν οι Καθυστερήσεις[/i]

Α.1
Η ποτροκαλί ντηζελομηχανή του Μούτζουρα πάθαινε κλακάζ (όχι που δε θα χάλαγε) και περίμενες να έρθει άλλη να την αντικαταστήσει και να συνδεθεί με τον συρμό από άλλον Σιδηροδρομικό Σταθμό (στου διαόλου το ξεσταύρι).

Α.2
Σε πολλά σημεία για διάφορους λόγους, η γραμμή είναι μονή (από τον Τρικούπη μέχρι σήμερα), οπότε το ένα τραίνο πρέπει να περιμένει να διέλθει το άλλο από την αντίθετη κατεύθυνση, για να μην προκληθεί σύγκρουση (!)

Α.3
Ιδίως όταν εισήχθη το και καλά Intercity (σιγά τα σίτια που είναι και ίντερ), δεδομένου ότι δεν ήταν καθόλου ταχύτερο, ούτε είχε μεγαλύτερη ιπποδύναμη, απλά ήταν λίγο καθαρότερο, νεότερα τα βαγόνια και δεν επιτρέπονταν κότες εν ζωή και νταμιτζάνες με λάδια-ξίδια-κοκκινέλι και το οποίο υποτίθεται ότι θα έκανε 2-3 στάσεις ανά κατεύθυνση (Βόρεια & Νότια), έπαιρνε προτεραιότητα στους κόμβους έναντι του Μουτζούρη μας, αφού η εταιρεία είχε υποσχεθεί στους επιβάτες που πλήρωναν ακριβότερο εισιτήριο, γρηγορότερη άφιξη στον προορισμό τους (Αθήνα-Πάτρα 3 ώρες και Αθήνα-Θεσσαλονίκη 5 ώρες).

Αποτέλεσμα ήταν ο καημένος ο Μουτζούρης να σταματά κάθε τόσο και τελικώς να κάνει από 5-7 ώρες και από 8-11 αντιστοίχως μέχρι και το 2005 περίπου.
Βέβαια να τα λέμε όλα, η τιμή του Μουτζούρη ήταν η μισή του Intercity...

Στην πραγματικότητα όμως, το «γρήγορο» (Intercity) έκανε περίπου μια (1) ώρα λιγότερο από το «απλό» (Μούτζουρας), όπως αρέσκονταν να τα αποκαλούν οι κρατικοβυζαρπάχτρες ΟΣΕδες, που στράβωναν χαρακτηριστικά όταν ρωτούσες π.χ. πόσην ώρα κάνει ο Μουτζούρης από Σαλονίκη μέχρι Αλεξανδρούπολη και απαντούσαν με την στερεότυπη ξινίλα της ταύτισης εργαζομένου με το αφεντικό του «δεν υπάρχει Μουτζούρης κύριε» (εμένα μου λες);

[i]Β. Ήταν η Ταλαιπωρία[/i]

Πράγματι, στο Μούτζουρα συχνά δεν είχε ούτε να καθίσεις (προβλέπονταν και «θέσεις ορθίων» – αλλά με τιμή «καθιστού»!) και ειδικότερα:

Β1.
Στης Πελοποννήσου πολεμούσες να σταθείς – καθίσεις ανάμεσα στην αρβανιτιά με τα ξέχειλα δέματα, αερολογούντα φοιτητόνια, τους μπιχλώδεις και τσίπηδεςτουρίστες του Ίντερρεηλ (μπορεί να είχες και τα τυχερά σου όμως) που πηγαίνανε να πιάσουν το πλοίο για Πάτρα – Ιταλία έχοντας κάνει συνήθως το γύρο του τριγώνου των Βερμούδων (Δελφοί-Ολυμπία-Αθήνα) σέρνοντας χίλια τσουμπλέκια, ομιλητικούς (μέχρι να φάνε καναν Αη-Διονύση για να κοιμηθείς) Επτανήσιους και Αιτωλοακαρνάνες (που επιτέλους κατέβαιναν στο Ρίο), ως επί το πλείστον.

Ο Μούτζουρας ήταν σκατά κι απόσκατα (οι διπλές θέσεις ήταν στενές κι έτσι και σου κλήρωνε καμιά Τζίνα Βαρώνη να κάτσει από δίπλα, έφτανες με δισκοπάθεια στον προορισμό σου) και το Intercity ελάχιστα ταχύτερο ή (έστω) καθαρότερο...

Ειδικά για το τελευταίο, καίτοι υφίσταται από 1952 δίκτυο ΚΤΕΛ σε ολόκληρη την χώρα, οι εκλογείς των κατά τόπους δήμων και κοινοτήτων, πίεζαν τον βολευτή τους να σταματά το τραίνο «σε κάθε βρύση» (όπως χαρακτηριστικά λέγεται). Κατά συνέπεια, όχι μόνον ο Μούτζουρας, αλλά και η «ταχεία» της Πελοποννήσου, έκανε τόσες στάσεις (και ως εκ τούτου) τόσες ώρες να φτάσει σε κάθε προορισμό, όσες σχεδόν κι ο Μούτζουρας της Βόρειας Ελλάδας, καίτοι ούτε η πληθυσμιακή εξυπηρέτηση ούτε οι χιλιομετρικές αποστάσεις, συμπίπτουν.

Β2.
Στης Βόρειας Ελλάδας, το σκηνικό άλλαζε φύρδην): Μιλάμε για «Εξπρές του Μεσονυκτίου», τύφλα να’ χει το Ντιγιάρμπακιρ και το Νέο Δελχί μαζί (!)
Πάθαινες πολιτισμικό σοκ στα λεγόμενα «κουπέ» από το πλήθος των φαντάρων όλων των ειδικοτήτων για τα σύνορα (που ψοφολογούσαν ροχαλίζοντας αφού βγάζαν τα άρβυλά τους στερώντας σου τουλάχιστον 2 από τις 5 αισθήσεις), Σελτζούκοι, Πετσενέγοι, Κουμάνοι, Σκύθες, Πομάκοι κλπ για Θράκη και επέκεινα παραφυλούσαν όλη η οικογένεια έξω από τις τουαλέτες όταν ουρούσε θηλυκό μέλος της (ευρύτατης) οικογενείας, αλλοδαποί εργάτες που κάνανε commuting σε κοντινές ή μακρινές πόλεις για ένα μεροκόμματο, αλλοσούσουμοι Βαλκάνιοι που ανεβοκατέβαιναν προς και από τις πατρίδες τους ξαπλωμένοι χύμα χάμω, που τους πατούσες κυριολεκτικά για να περάσεις τον διάδρομο (!), τσιγγάνοι ή παρόμοιοι τύποι με άγνωστο (και στους ίδιους) προορισμό, λέτσοτουρίστες για το Μετέωρο βήμα του μοναχού, φοιτητές και λαθρόβιοι μπουζουκοπαίχτες που στήνανε αυτοσχέδιες κομπανίες για να περάσει η ώρα, πουράκλες και ετρούσκες στην ψαχτική, πρεζάκηδες, λαχανάδες κτλ άσ' τα να πάνε. Η ποικιλία της ανθρωπογεωγραφίας (και της μπίχλας) ήταν μεθυστική και για τον λόγο αυτό στην Μοναστηρίου λειτουργούσε πουργατόριο...

Το βαγκόν-λί (λέγε με «κυλικείο») όμως, καίτοι τίγκα στο ντουμάνι, είχε έναν εξαίρετο διάκοσμο στην οροφή (να το τσουρνέψανε από κανα Οριάν Εξπρές); Το Intercity ήταν σπέσιαλ κυρίλα και όντως ταχύτατο με 3-4 στάσεις όλες κι όλες.

Και ολ’ αυτά, για να πατικώσει η εταιρεία όσους περισσότερους επιβάτες χωρούσαν στα βαγόνια, μπας και ζημιώσει (που φάγανε τον αγλέουρα και το ρημάξανε το μαγαζί) με τη ναύλωση έξτρα συρμού, όπως κάνανε και με τα πλοία μέχρι το ρεζιλίκι του Σαμίνα...

[i]Γ. Ήταν και το κρύο[/i]

Γ.1
Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Μούτζουρας δεν είχε κανενός είδους κλιματισμό ή είχε αλλά δεν λειτουργούσε «προσωρινά» (λέει). Αν είχε ζέστη λιβάκωνες, ίδρωνες και βρωμούσες κι αν είχε κρύο έξυνες τον πάγο από το μούσι σου και τον έριχνες στη Μαργαρίτα. Μοντέρνα πράματα: οικολογία και φυσική επαφή με το περιβάλλον δηλαδή.

Γ.2
Αλλά και με την γεωγραφία, αφού όταν έπιανε Λάρισα το τραίνο νυχτιάτικα χειμώνα, καταλάβαινες αμέσως στο πετσί σου ότι είχε διαβεί τον Ρουβίκωνα μεταξύ Βορρά-Νότου.

Γ.3
Και με την ιστορία όμως έκλεινες ραντεβού: καμιά φορά το θέρος και ιδίως με καναν καύσωνα αναστενάρη, οι ασφάλειες των παραθύρων ήταν (σαδιστικά;) βιδωμένες, οι όρθιοι πολλοί, η ζέστη με την κολλώδη μπόχα ενιαίες, οι λιποθυμίες συχνές, οι καθυστερήσεις μεγάλες και η συμπεριφορά των ΟΣΕδων στις διαμαρτυρίες των επιβατών, σκαιά. Ξαναζούσες την Κατοχή και για πρώτη φορά κατανοούσες το δράμα της Υπολοχαγού Νατάσας, όταν την έστελναν στο Νταχάου (μόνο που αυτή ταξίδευε τσάμπα). Άλλωστε, στο ντεκόρ συνέβαλε και τόσο το γεγονός ότι το ένστολο προσωπικό θύμιζε Γερμαναράδες (τουλάχιστον όπως τους γνωρίσαμε ως κομπάρσους στις ταινίες της Χούντας δηλ. φωνακλάδες, αξούριστους, μαυροτσούκαλους, κακοκουρεμένους και σακκουλέδες) όσο και ότι τα πίσω βαγόνια των αποσκευών ήταν Γερμανικά του ’30. Άλλες εποχές και άλλες κάουφφεν!

Σημειωτέον, ότι μέχρι πριν κανα 2-3άρι χρόνια τα ίδια περίπου γίνονταν και στην Ιταλία με τον εθνικό της Muzzuri (Trenitalia), με την διαφορά ότι δεν είχε ξαπλωτούς στα πατώματα κι ότι οι εκεί (ομοίως αγενέστατοι) ΟΣΕδες ήσαν πιο καλοντυμένοι...

[i]Δ. Και ήταν κι ο Θάνατος[/i] (του Μουτζούρη)

Δ.1
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πριν κανα πεντάρι χρόνια απεφάσισε η Ελλάδα ν’ αποσύρει τα μουτζουροτραίνα που την «διέσυραν» διεθνώς και να στρώσει σιγά-σιγά δίκτυο ηλεκτρικών σιδηροδρομικών γραμμών υψηλών ταχυτήτων (ΣΓΥΤ) ότι Ευρώπη κι έτσι, οπότε πάει κι ο Μουτζούρης... Δηλαδή μη φανταστείτε, βάλαμε κεί κανα-δυο τραινάκια της πλάκας σε προάστια και κοντινές πόλεις της Αθήνας και της Σαλονίκης, με άβολα καθίσματα για τους ταξιδιώτες (λες και πας μέχρι τα Πετράλωνα) κι από δω παν κι οι άλλοι.

Προς το παρόν διατηρείται το ντηζελοκίνητο Intercity ως «παλιό», μέχρι να εξαπλωθεί το νέο δίκτυο ηλεκτρικών συρμών – όπου και άμα εξαπλωθεί μετά το στραπάτσο της πτώχευσης (θυμίζει αυτήν του 1893 επί Τρικούπη που επένδυσε στην σιδηροδρομική ανάπτυξη της Ελλάδας).

Μόνο που το 1893 είχε και την ουρά του 1909, που επακολούθησε (λες;)

Δ.2
Πάντως, αν είχες κουράγιο (δηλ. ήσουν φιλοπερίεργος πιτσιρικάς) και δεν βιαζόσουν, ο Μούτζουρας ιδιαίτερα ο νυχτερινός, πέρα από τις ανωτέρω εγκύκλιες γνώσεις (εμείς κι ο κόσμος, φυσική, γεωγραφία, ιστορία κλπ) που σου προσέφερε, μπορούσε να αποδειχθεί και μια συναρπαστική εμπειρία, αφού έβγαζες γούστα (έκανες χάζι και γνώριζες αναγκαστικά διάφορες κουφές φυλές, παίζονταν κουβαρνταλίκια, τσιριμόνιες, τσαμπουκάδες, έρωτες, μπουζουκοκαταστάσεις και δε συμμαζεύεται μεταξύ αγνώστων, όσο διαρκούσε η διαδρομή – τουλάχιστον).

Δ.3
Κατά την εποχή της συνύπαρξης δυο ταχυτήτων (Μουτζούρης vs Intercity), ο πρώτος (λόγω τιμής) ήταν ένα αυθεντικά λαϊκό ελληνικό τραίνο και γι’ αυτό το προτιμούσαν άνθρωποι που δεν είχαν ή δεν ήθελαν να δώσουν έξτρα φράγκα για τις (αμφισβητούμενης ποιότητας) παροχές της ταχύτερης μετάβασης και την άνεσης που ευαγγελίζονταν το Intercity, αλλά και οι ρυθμοί ζωής ήταν ηπιότεροι.

Υπάρχουν τρεις τρόποι να εκτιμήσει κανείς τον Μουτζούρη: είτε ως πανάκριβη υπηρεσία για την «σχεδόν τσάμπα» τιμή του εισιτηρίου (βλ. σχόλια εδώ), είτε ως μια θεατρική παράσταση στην οποία συμμετείχε έναντι «συμβολικής συνδρομής», είτε η (λιγότερο ρομαντική) συμψηφιστική εκδοχή των ΟΣΕτζήδων «για τόσα που ’δωσες μη ζητάς τα πολλά-πολλά».

Σε κάθε περίπτωση όμως, όποιος δεν κατορθώνει να συμφιλιώσει την αθλιότητα με τα μεγαλεία του Μουτζούρη, γνωρίζει την Ελλάδα μέχρι το κατώφλι του.

Τέλος και τω Θεώ Δόξα...

Σ.Σ. Αφιερωμένο στον συνταξιδιώτη Μπετατζή.

- Πάω Σαλονίκη το τριήμερο, έρχεσαι;
- Πήγαμε! Μόνο που εγώ μπορώ να φύγω Σάββατο πρωί, έχω πολλή δουλειά την Παρασκευή.
- Καλά, τότε εγώ θα ξεκινήσω Παρασκευή βράδυ, θα κάνω μια βόλτα στην παραλία Σάββατο πρωί και τα λέμε το μεσημέρι που θα φτάσεις, ναι;
- Δε μου λες, με τί θα πας;
- Με το απλό τραίνο, μου ’πανε στον Σταθμό ότι κάνει 5 ώρες από Αθήνα.
- Ποιος, ο Μουτζούρης; Καλά άσε, τότε κι εγώ θα πάρω το Intercity και θα σε περιμένω στο καφενείο...

μουτζουρωμένο το γυαλί (από xalikoutis, 13/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασουλούπωτος κουασιμόδος, το μπάζο που δεν βλέπεται και για πάρτη του τα τρένα εκτροχιάζονται και τιγκανά στο πρώτο χωματόδρομο.

Εναλλακτικά, αυτός που χύνεται ατσούμπαλα για οποιονδήποτε δικό του λόγο.

Συνδέεται με την έκφραση «σαν κακοχυμένος λουκουμάς», παραπέμπει όμως και σε όποιον συνελήφθη από ελαττωματική / λειψή ριξιά, κατά το Γαλλικό mal foutu.

- Ο απόλυτος πόλος του κακοφορμισμένου κακού, δραπέτης από το αναμορφωτήριο, βάζει μπροστά την αλεστική μηχανή. Φτυστός, ολόιδιος σίριαλ κίλερ. Στραμπουλιγμένος, κακοχυμένος, σκοτεινός. Προφανώς, στη φυλακή έκανε παρέα με τον Εωσφόρο.
(εδώ)

- … ποιον ειπες βουρλο μωρη κακοχυμενη χλαπατσα; (εδώ)

- Πήγα να κάνω ένα μπλούμ στο ντους και με το που πάτησα στο βρεμένο πάτωμα του μπάνιου γλίστρησα. Το αριστερό πόδι πήγε μπροστά και το δεξί πίσω. Για να αποφύγω το σπαγκάτο πιάστηκα από το χερούλι της πόρτας η οποία άνοιξε (προς τα έξω). Κουτρουβάλιασα στο χαλί του δωματίου σαν κακοχυμένος λουκουμάς και αποφάσισα να μείνω εκεί ένα 5-λεπτο για να αναλογιστώ την κατάστασή μου. Αν ήθελα ας έκανα κι αλλιώς...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόιδιος, πανομοιότυπος, ξεπατικωτούρα, σαν αντιγραφή με καρμπόν (το μπλε φύλλο με το μελάνι που βάζαμε κάααποτε ανάμεσα σε δυο σελίδες και ό,τι γράφαμε στην επάνω περνούσε και στην από κάτω). Λέγεται για τα πάντα.

Συνώνυμα: φτυστός, τάλε κουάλε.

  1. Απόδραση καρμπόν
    Δραπέτευσαν ξανά με ελικόπτερο οι Παλαιοκώστας και Ριζάι. Ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό των δραπετών του Κορυδαλλού, έχει εξαπολύσει η αστυνομία. Η πανομοιότυπη απόδραση με ελικόπτερο εγείρει σοβαρότατα ερωτήματα.
    (από τον Σκάι)

  2. - Τα έκανα θάλασσα, είπα στη Μαίρη «Γεια σου Κάτια» και με στραβοκοίταξε.
    - Ε δε νομίζω, αφού το ξέρει ότι μοιάζουν πολύ.
    - Μόνο πολύ; Καρμπόν είναι σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published