Further tags

  1. μτφ. κάνε τηλέφωνο (ρίξε σύρμα)

  2. μτφ. γαμάτο τοπίο, γαμάτη θέα

  1. Κοίτα μέρος! πολύ σύρμα!

  2. - Πώς ήταν το μέρος που πήγατε για μπάνιο; - Σύρμα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό ηρεμιστικό φάρμακο, χρησιμοποιούμενο συχνά και προτεινόμενο σε μεγάλες δόσεις.

- Δεν αντέχω άλλο κολλητέ! Παιδιά, γυναίκα, δουλειά, υποχρεώσεις! θα τρελαθώ!
- Αγαπητέ μου, εγώ παίρνω γραψαρχιδίνη των 500mg τρεις φορές τη μέρα και μου περνάνε όλα!

(από allivegp, 27/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια προσπάθεια, συνήθως μεγαλεπήβολη και με καλή πρόθεση, η οποία όμως στέφεται με απόλυτη και οικτρή αποτυχία. Το αποτέλεσμά της είναι αποκρουστικό, κιτσάτο και καταγέλαστο. Πολλές φορές οι δημιουργοί της εν λόγω παπαριάς δεν έχουν επίγνωση του ανουσιουργήματός τους.

Παραδείγματα: τα περισσότερα έργα του Καλατράβα, η Ροζ βίλα της Εκάλης, η μουσική του Σπανουδάκη, το κόμμα του Αβραμόπουλου, η Γενιά του Πολυτεχνείου, η επιχειρηματολογία του Κεντέρη και της Θάνου το 2004, κ.ο.κ.

- Ο Πρωθυπουργός είπε ότι θα πάει το μαχαίρι στο κόκκαλ(η).
- Παπαριές καμαρωτές!

(από pavleas, 19/01/09)

Βλ. και αρλούμπες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκικής και δη Οθωμανικής προελεύσεως λέξη, που χρησιμοποιείται συχνά στα Νέα Ελληνικά [ρ. buyur «διατάζω», «buyrultu»επίσημη γραπτή διαταγή]. Αναφέρεται πρωτόλεια σε έγγραφη διαταγή, σε επίσημο έγγραφο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε επίσημο έγγραφο, με δυσάρεστο συνήθως περιεχόμενο, εν είδει λογαριασμού ή υποχρεωτικής πληρωμής.

- Θα βγούμε αύριo;
- Αδύνατον, μου ήρθε το μπουγιουρντί της εφορίας και δεν ξέρω από πού να φύγω. Ξεκινάω συντηρητική ζωή και κλείνομαι μέσα επ' αόριστον!

δεν είναι και αυτό; το ευεργετικό για το στομάχι β/ελλαδίτικο έδεσμα; (από xalikoutis, 31/10/08)(από Vrastaman, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο χάλι, απερίγραπτο. Ο Μιχάλης κολλάει χάριν ρυθμού και ρίμας.

  1. - Καλά δεν ήταν χθες, τελικά;
    - Τι καλά ρε μαλάκα, το χάλι του Μιχάλη ήταν το μαγαζί... Σκατομουσική, σκατόκοσμος, σκατοποτά, γάμησέ τα, δεν καθόμουν σπίτι καλύτερα αντί να σ' ακούσω...

  2. - Βγάλ' το αυτό το φόρεμα, δεν σου πάει καθόλου. Το χάλι του Μιχάλη είσαι μ' αυτό.

(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ορισμός που δηλώνει την ποιότητα και την πυκνότητα ενός σώματος, αντικειμένου ή υλικού.

  1. Το γραφείο είναι από μασίφ ξύλο.

  2. Οι βέργες είναι μασίφ, δεν είναι κούφιες.

  3. Ρε μαλάκα! Τι γκόμενα είναι αυτή; Πολύ μασίφ πράγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καϊσιά είναι ποικιλία βερικοκιάς, που έχει και μεγάλο καρπό αλλά και κουκούτσι που μπορεί να φαγωθεί. Το κουκούτσι γευστικά προσεγγίζει το πικραμύγδαλο. Άρα το φρούτο είναι και μεγάλο, αλλά και μπορεί να αξιοποιηθεί ολοκληρωτικά. Άρα μιλάμε και για πληρότητα αλλά και για πλήρη αξιοποίησή του.

Λέγοντας τη φράση μιλάμε για κάτι που είναι ζηλευτό και περιζήτητο. Κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί ονείρωξη και έμμονη ιδέα και που η υποτιθέμενη απόκτηση του, δίνει σε κάποιον την αίσθηση της πληρότητας.

Η ξαδέλφη του Μένιου, η Θεώνη μένει στη Λάρισα. Εχει έρθει για να περάσει δυο μέρες στο σπίτι του, στην Αθήνα.

Θεώνη: Ξάδερφε Μένιο τι λέει αυτή η Λίλιαν, που όλο για αυτή μίλαγες στον ύπνο σου;
Μένιος: Τι να σου πρωτοπώ ξαδέλφη. Και το κουκούτσι μύγδαλο. Πέρα από κάθε φαντασία. Αστα. Θέλω να τζάσω την καριόλα τη Λάουρα και να τα φτιάξω με το απόλυτο αντικείμενο του πόθου. Τη Λίλιαν.

Ένα αμύγδαλο που ξυπνάει το κτήνος μέρα μας ΓΚΡΡΡΡΡ (από Vrastaman, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη junk που σημαίνει χίλια δυο, κυρίως το σκουπίδι, το του πεταματού, το άχρηστο. Ο χαρακτηρισμός κολλάει παντού. Ναι μεν το λέμε κυρίως για φαγητό (πχ για τα Goody's ή για κανα βρώμικο), αλλά παίζει και για καταστάσεις, εκπομπές τηλεόρασης, ένδυση, γενικά για οτιδήποτε φτηνιάρικο.

- Πάμε να δούμε την καινούργια ταινία του Λαρς;
- Ωχ όχι απόψε! Προτιμώ να κάτσω να δω κανα τζανκ στην τηλεόραση να χαζέψω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρὀκειται για το ρήμα του γούτσου, το οποίο χρησιμοποιείται και σαν ουσιαστικό.

- Καλέ τι γλυκούλι είναι... Θέλω να το κάνω γούτσου-γούτσου!

- Η στρίγγλα-αφέντρα-dominatrice Παναγιώτα Βλαντή μέσα σε ένα επεισόδιο εξελίχθηκε σε γατούλα-housewife που ψοφάει για γούτσου - γούτσου» (google.gr)

- Δηλώνω ότι είμαι τύπος ΓΟΥΤΣΟΥ ΓΟΥΤΣΟΥ», σελίδα στο Facebook

- Όνομα μαγαζιού στη Μύκονο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified