Further tags

Το Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας. Θεωρείται ο ομφαλός του κόσμου, γιατί, όταν και καλά, ο Δίας άφησε δύο αετούς, έναν προς την Ανατολή και έναν προς την Δύση, αυτοί ήρθαν φάτσα κάρτα στους Δελφούς. Το μαντείο αυτό ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Η Πυθία ήταν το contact point... ε... ε... το πρόσωπο κλειδί... το διάμεσο ντε, με το οποίο επικοινωνούσε και καλά ο Θεός. Η Πυθία ερμήνευε τη θέλησή του (είτε για το παρόν, είτε για μελλούμενα γεγονότα) και την κοινοποιούσε στο κοινό.

Όταν, σλανγκιστί, αναφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε σε κάποιο πρόσωπο που μιλώντας με ύφος χιλιάδων καρδιναλίων φέρεται ως σοφή κουκουβάγια, ως ξερόλας, ως ομιλούσα εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ.

Σε κάποιον, δηλαδή, που θεωρεί τον εαυτόν ως την απόλυτη και πλέον εγγυημένη και αξιόπιστη πηγή γνώσης (που αφορά παρόν ή και μέλλον), λες και ο λόγος του φέρει την αξιοπιστία που είχε στα αρχαία χρόνια ο χρησμός του μαντείου των Δελφών.

Όπως ο χρησμός δεν αμφισβητείτο, γιατί είχε θείο κύρος, έτσι κι ο φίλος μας τσαντίζεται τα μάλα όταν κάποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τα λεγόμενά του.

Σημείωση
Πολλές φορές η φράση μπορεί να λεχθεί από κάποιον που, χωρίς να είναι ξερόλας, δίνει συγκυριακά μεγάλη βαρύτητα στη διαίσθησή του ή στην εμπειρία του, ή επίσης μπορεί και να μην ξεκαθαρίζει τη σκέψη του, κρατώντας κρυφά χαρτιά.

Δύο γνωστοί συζητούν. Ο πρώτος είναι γνωστό ξερόλι, που ο δεύτερος δεν τον πάει με τίποτα.
- Που λες σε δυο χρόνια θα γίνει... μπλα... μπλα... Να πάρεις τα τάδε μέτρα... μπλα... μπλα... μπλα. Αλλιώς θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Ό,τι σου είπα, αλλιώς...
- Ναι... ναι... βέβαια... βέβαια. Μπορώ να πάω κόντρα στο μαντείο των Δελφών; Χάθηκα!... χαχαχα

Δελφοί (από GATZMAN, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πολύ αδύνατο και κοκαλιάρικο άτομο. Εδώ ο όρος, παραπέμπει σε νηστεία και σε αποχή από το φαγητό. Σχετίζεται δηλαδή, με καταστάσεις που παραπέμπουν σε τέτοιους σωματότυπους. (βλ.παράδειγμα 1).

Σχετικά λήμματα: σαμαροποαϊδα, λίγκρος, απ' τα κόκαλα βγαλμένη, τσίρος.

  1. Αναφορά σε κάποιο άτομο, που γενικά ή συγκυριακά έχει κόψει τις επικοινωνίες με τις κάτω χώρες, λόγω εργασιακών συνθηκών, πάρσιμου πινακίδων κλπ. Εδώ ο όρος, παραπέμπει σε νηστεία - αποχή από το σεξ. (βλ.παράδειγμα 2).

  2. Αναφορά σε κάποιο νηστίσιμο άτομο (βλ. παράδειγμα 3).

Συνώνυμη έκφραση (και για τις τρεις αναφερόμενες περιπτώσεις): Τη βγάζω σαρακοστιανά.

  1. - Πώς είναι έτσι η νέα φιλενάδα του Πέτρου;
    - Πώς είναι δηλαδή;
    - Εντελώς σαρακοστιανή μωρ' αδελφάκι μου. Σκέτη ακτινογραφία.

  2. - Ρε Πέτρο πολύ σαρακοστιανός έχεις γίνει τελευταία. Θα σε βαρέσει η αγαμία στο κεφάλι. Και στην κανονική νηστεία, ακόμα επιτρέπεται ανά περιόδους η κατάλυση ιχθύος
    - Δηλαδή;
    - Τι δηλαδή; Βούτα τον κολιό στο ξύδι μωρ' αδερφάκι μου.

  3. - Καλά... πολύ σαρακοστιανή η φιλενάδα του Μάριου.
    - Ναι ρε φίλε. Σωστή φάλαινα όρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής έκφραση που μεταφορικά εκφράζει την απόλυτη αηδία για:

1. Την ανήθικη ή ανάρμοστη συμπεριφορά κάποιου/ας,

2. Το ελεεινό γούστο κάποιου/ας,

3. Την τραγική εμφάνιση κάποιου/ας.

Η λέξη καλαπόδι έχει και άλλες σλανγκικές εφαρμογές, όπως στην διακόρευση αειπαρθένων αλλά και στα ακραία καιρικά φαινόμενα («ρίχνει καλαπόδια»).

Βλ. επίσης: Να μασάς σκατά και να φτύνεις! και να μασάς κουκιά και να φτύνεις!

Έννοια 1
«Και είναι πραγματικά να ξερνάς καλαπόδια κάθε φορά που οι τηλεβρυκόλακες στριμώχνουν κάποιον φουκαρά συνδικαλιστή αστυνομικό και δήθεν τον περνούν από ανάκριση τρίτου βαθμού, τη στιγμή που ο πολιτικός του προϊστάμενος τρώει το χαβιαράκι του, προσκεκλημένος σε καμιά εκδήλωση για τη σωτηρία της μεσογειακής ακρίδας»
(Από εδώ)

Έννοια 2
Ο Πέρι έχει εντελώς εξαχρειωθεί με τις λουγκροενδυμασίες του! Εμφανίστηκε χθες στο Κολωνάκι με ένα πορτοκαλί τιγρέ κολλάν, να ξερνάς καλαπόδια!

Έννοια 3
Είχες δει την Λάουρα πριν κάνει μπαγαποντοπλαστική; Ήταν να ξερνάς καλαπόδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.

Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».

Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.

Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.

Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.

-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.

-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.

(από Βασίλης-7, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές μας ρωτάνε αν έχουμε κάποια συγγένεια με κάποιο άτομο, είτε επειδή μας βλέπουν συχνά μαζί (υποθέτοντας ωστόσο πως μπορεί να 'μαστε φίλοι, γνωστοί, γείτονες, κ.λπ.), είτε επειδή παρατηρούν πως έχουμε συνωνυμία μαζί του, κ.λπ.

Μια απάντηση που περιέχει τον όρο, συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα (το γαλακτώδες υγρό που περιέχουν τα ανώριμα σύκα), θυμίζει μεν... τον όρο συγγενείς απ' της μάνας το γάλα... αλλά... αλλά.... αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες!

  1. Όταν εκφέρουμε τον όρο, υποδηλώνουμε εμφατικά και με χιουμοριστικό τόνο, πως δεν υπάρχει καμιά συγγένεια μεταξύ μας (ή αν υπάρχει είναι τόσο μακρινή, ώστε να μη λογίζεται ως συγγένεια), αφού απ' της συκιάς το γάλα μπορεί να πιει οποιοσδήποτε, εν αντιθέσει με το γάλα της μάνας το οποίο παραπέμπει σε αδελφική συγγένεια (ύψιστη μορφή συγγένειας). Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 1.

  2. Εδώ ο όρος έχει απαξιωτική χροιά και αναφέρεται σε κατ' επίφαση συγγενείς (βλ. παράδειγμα 2).

  3. Εδώ ο όρος έχει απαξιωτική χροιά και αναφέρεται σε κατ' επίφαση αδελφικά έθνη. Για την περίπτωση αυτή βλ. παράδειγμα 3.

Συναφής έκφραση: Η μάνα μου κι η μάνα του στον ίδιο ήλιο απλώνανε τα ρούχα τους.

  1. Ο Βασίλης, νεοπροσληφθείς στην εταιρεία συζητάει με τον Μάρκο:
    Βασίλης:
    - Βλέπω πως έχεις πολλές σχέσεις με τον Κώστα. Απ' την άλλη έχετε και το ίδιο επώνυμο. Είστε συγγενείς;
    Μάρκος:
    - Βέβαια… βέβαια! Συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα!

  2. Οι Αιγιαλείς πυρόπληκτοι ακόμα δεν έχουν δει το χρώμα του 50ευρω και κάτι «κουμπάροι» από την άλλη άκρη της Ελλάδας πήραν 3.000 ευρώ, γιατί κάποιος ξαδερφοκουνιάδος τους απ' της συκιάς το γάλα έχει κτήμα στην Ηλεία.
    Δες

  3. Φίλοι μας οι Κούρδοι, απ' της συκιάς το γάλα..
    Λες και δεν ήταν οι Κούρδοι τα καλά παιδιά που κατάσφαξαν τους Πόντιους.
    Δες

(από GATZMAN, 30/03/09)(από GATZMAN, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τούρμπο – ο γνωστός σε όλους στροβιλοσυμπιεστής του κινητήρα – είναι αντιδάνειοτου αρχαίου τύρβη («ταραχή, αταξία, αναστάτωση») από όπου παράγεται και το ρήμα τυρβάζω («ανακατεύω, ανακινώ»).

Το τούρμπο έχει τουλάστιχον τρεις σλανγκοεφαρμογές:

  • Γίνομαι τούρμπο σημαίνει νευριάζω, γίνομαι έξαλλος. Αν και πρόσφατο σχετικά σλανγκ, συνδέεται απόλυτα με την μέση φωνή του τυρβάζω («βρίσκομαι σε ταραχή και θόρυβο, συμπιέζομαι»),
  • Τούρμπο αποκαλείται κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο που πάει φυσέκι,
  • Τούρμπο επίσης αποκαλούνται ειρωνικά τα βραδύνοα / χαζά άτομα, κατά το «βλήμα».

Αατα.

Εφαρμογή Α’

- Ποιοί κάνανε το Χατζηνικολάου τούρμπο στο χθεσινό δελτίο; Παιδιά μιλάμε έγινε τόσο έξαλλος, που έκλεισε η φωνή του από τα ουρλιαχτά. Μα πολύ το χάρηκα...
(από εδώ)

Εφαρμογή Β’

- Γίνε Τούρμπο: 11 απλά κόλπα που θα τονώσουν το μεταβολισμό σου και θα σε κρατήσουν σε εγρήγορση.
(από εδώ)

Εφαρμογή Γ’

- Μένιος: Πώς πάει η νέα σου γραμματέας, το Μαριλού;
- Πέρι: Το ξανθό έχει γεμίσει όλες της οθόνες στο γραφείο με blanco…
- Μένιος: Την είδα, είναι εντελώς τούρμπο! Τουλάστιχον κάνει καλό φραπέ ;
- Πέρι: Άξιος ο μισθός της!

σχαστρα τουρμπο (από ο αυτοκτονημενος, 01/04/09)Τον έκανε τούρμπο (από Khan, 19/09/09)...νέα γενιά αντικαταθλιπτικών: KOJAK! Τούρμπο δύναμη... (από Jonas, 13/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προκλητικά ντυμένη.

Πού πας μωρή ξεκούδουνη με τα βυζιά απ' έξω;

(από nick, 01/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γόητρο, πρεστίζ, αξιοπρέπεια, καλή φήμη. Καθαρό κούτελο αστραπές δεν φοβάται.

Τώρα γιατί κούτελο, μάλλον γιατί, εφόσον «το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής», όποιος έχει απαστράπτον κούτελο (δηλ. χωρίς μαλλιά να το καλύπτουν, χωρίς ρυτίδες, χωρίς κάτι που να προδίδει έγνοιες, μπελάδες, κακία, επιφύλαξη κλπ) θεωρείται κάτι σαν ασπροπρόσωπος, δηλ. υπεράνω ευτελών καταστάσεων και βρώμικης ψυχής.

- Καλά ρε μαλάκα, τι κόλλημα είναι αυτό και δεν πας με τίποτε σε κωλάδικα;
- Ε όχι ρε φίλε, ε όχι! Έχουμε και ένα κούτελο σ' αυτή την κοινωνία εμείς, ένα γόητρο, ένα κάτι, αυτό μας έλλειπε να τρέχουμε και για πουτό-χουρό!
- Καλά καλά, της κοντής της ψωλής και το μαλλί τής φταίει...

πριν με καθαρο κουτελο (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)μετα την καληψη του ηθους (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως φαίνεται κι εδώ, όταν λέμε: «τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται» εννοούμε όταν τύχει κάποιοι να κάνουν παρόμοιες σκέψεις. Η ατάκα αυτή εξυψώνει τους ομιλητές, υποβοηθώντας το μεταξύ τους επικοινωνιακό κλίμα.

Όταν κάνουμε μια μικρή επέμβαση στη φράση, προκύπτει ο όρος της συγκεκριμένης περίπτωσης.

Διακρίνουμε τρεις περιπτώσεις:

  1. Εδώ συμφωνούμε με την άποψη «τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται», άποψη που μόλις ακούσαμε. Αποκαλώντας το πνεύμα οινόπνευμα, συμβάλλουμε στο να προσδοθεί μια χιουμοριστική νότα στα πράγματα και να βελτιωθεί περισσότερο η μεταξύ μας επικοινωνία (βλ. παράδειγμα 1).

  2. Όταν διαπιστώνουμε πως κάποιοι, που τους ξέρουμε ως δυνατούς πότες, τα πίνουν και παρέα. Όταν τα πίνουν, το πνεύμα τους γίνεται... οινόπνευμα. Αυτό μπορεί να συμβεί συγκυριακά, μπορεί όμως να συμβαίνει και συχνά και εμείς να το αγνοούμε (βλ. παράδειγμα 2).

  3. Όταν κάποιοι που είναι λιάρδα, συμφωνούν για παράλογα πράγματα.

Ο όρος εκφέρεται από κάποιον που διαπιστώνει πως για μια τέτοια... συμφωνία, δεν μπορεί να μιλάει το πνεύμα, αλλά το οινόπνευμα.

Πώς το διαπιστώνει αυτό;

Όταν βλέπει πως, για θέμα που απαιτεί την απλούστερη νοητική επεξεργασία, κι οι δυο πότες καταλήγουν στην ίδια μπαρούφα, όταν βλέπει πως κι οι δυο θεωρούν πως μπορούν να πραγματοποιήσουν τα πλέον αδύνατα πράγματα, κλπ.

Ο τύπος θεωρεί πως, και για τα δυο, φταίει ο απίστευτος βαθμός της νοητικής χαλαρότητας που μπορεί να προκληθεί από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Με αφορμή το συγκεκριμένο γεγονός, θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιους που από το πολύ πιόμα έχουν καταστρέψει τη διανοητική λειτουργία τους.

Για την περίπτωση 3, βλ. παράδειγμα 3.

  1. - Αγγελικούλα κι εγώ όταν το είδα, με βυσσινάκια το φαντάστηκα (τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται) ή με γλυκό κερασάκι επίσης.....
    - Nαι Έλενά μου είδες; Τα μεγάλα οινοπνεύματα συναντώνται! Δες

  2. - Είδα τον Μήτσο και τον Κώστα να τα πίνουν στην ταβέρνα της πλατείας. Τους ήξερα για κρασοπατέρες, αλλά δεν γνώριζα πως τα πίνουν και παρέα.
    - Τους σύστησαν τις προάλλες κι από τότε έγιναν αχώριστοι. Μιλάμε... βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. - Ετς! Κάποια στιγμή... τα μεγάλα οινοπνεύματα συναντώνται ... χε χε.

  3. - Είχαμε βγει χθες με τους υπόλοιπους της σαββατοπαρέας. Ο Κώστας κι ο Πέτρος ήπιαν... ήπιαν... ήπιαν. Από κάποια στιγμή και πέρα... έλεγαν τα... κουλά. Ό,τι μαλακία πέταγε ο ένας, την έβρισκε έξοχη ιδέα ο άλλος. - Τα μεγάλα οινοπνεύματα συναντώνται, φίλε μου. Απ' τις πολλές τις μεταξύ τους συναντήσεις όμως, έχουν καταντήσει να 'χουν μυαλό με λειψό ειδικό βάρος, λόγω της μόνιμης κατακράτησης οινοπνεύματος στον εγκέφαλο. Έτσι, ό,τι πουν, προσεγγίζει το ό,τι πιουν.

Ουσίες κι οινοπνεύματα (από GATZMAN, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Του έχει σαλέψει: είναι σαλεμένος, του έστριψε η βίδα, τον έχασε τον νου του, έχει βαρέσει μπιέλα, χάνει λαδάκια, χάνει από την τσιμούχα, είναι τρελός.

M' έχεις μαγέψει μου 'χεις ανάψει τον πυρετό και το μυαλό μου έχει σαλέψει να σε χορτάσω αχ δε μπορώ. Ξανά, ξανά, έλα και φίλα με ξανά...

Γιατί είναι ανόητος ο πόνος μου, και θα πουν οι άλλοι ότι έχω σαλέψει που κλαίω τόσο. Για μιαν αγάπη κλαίω.

Έχει σαλέψει ο άνθρωπος... αυτοί οι ψυχολόγοι, γιατί δε μαζεύουν υπογραφές για να τον κλείσουν κάπου;

Πάνε αγόρι μου να βρεις καμιά γκόμενα να ξεδώσεις γιατί έχεις σαλέψει...

(από ο αυτοκτονημενος, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified