Η έκφραση χρησιμοποιείται καθ' υπερβολήν, για να δηλώσει την «σχεδόν» απουσία, ή τον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ή μέγεθος κάποιων πραγμάτων.
Η έκφραση ακολουθείται από ουσιαστικό, μονάδα μέτρησης, ή αφηρημένη έννοια. Με μηδέν βαθμούς, με μηδέν στροφές, με μηδέν αυτοπεποίθηση, με μηδέν βυζί, με μηδέν ντροπή, με μηδέν συμμετοχή κ.ο.κ.

  1. - Χθες γνώρισα μια γκόμενα...
    - Για λέγε, για λέγε...
    - Θεά, ωραίος τύπος, αλλά με μηδέν βυζί.
    - Για να λες εσύ που είσαι του σαμπανιζέ, ότι είχε μηδέν βυζί, φαντάζομαι ότι θα έχει κοιλότητα, η καμένη η κοπεγιά!

  2. - Ρε τι χάλια έπαιξες χθες. Σαν σταματημένος πήγαινες.
    - Ε, τι περίμενες; Με μηδέν βαθμούς, να χορεύω στη χορταρού; Νορβηγός είμαι;
    - Σωστά, ξέχασα ότι σε πήρανε στην ομάδα για Βραζιλιάνο!

  3. (από το σλανγκρ, και σχόλιο της συγγραφικής εδώ)
    όλες οι ταχύτητες κουμπώνουν και κάνουν τον θόρυβο. Απλά την πρώτη επειδή την βάζεις με μηδέν στροφές, την ακούς, γιατί δεν υπάρχει θόρυβος.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στην μεταδοτική νόσο που προκαλούν τα μπαμπέσικα αραχνοειδή παράσιτα που φωλιάζουν στο δέρμα και σού γαμούν τα ράμματα, αλλά σε άλλου είδους αρρώστια: στην πώρωση που νοιώθει ο κάθε είδους φετιχιστής για το το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του.

Ψώρα έχουν κάγκουρες, γκατζετάκηδες, στρατόκαυλοι, εφαψάκηδες, φραπεμανιακοί, σφίχτες, σλανγκοπαθείς, αρχαιόκαυλοι, e-λληναράδες, τετρατριχοτόμοι, μοντελοπνίχτες, βέλτσοι, χριστιανοταλιμπάν, μουνάκηδες, κωλάκηδες, βυζάκηδες, κρητικοί, πρεζάκια και πάρα μα παπάρα πολλοί άλλοι αρρωστάκηδες.

Αγγλιστί, On a jag.

- Την ψώρα του ψαροτουφέκου την κόλλησα από τον πατέρα μου αλλά και τον θείο μου. Από πολύ μικρός είχα μεγάλη λόξα με τα μακροβούτια και τις βουτιές γενικά…
(εδώ)

- Δεν κατέχω το άθλημα του προγραμματισμού όμως έχω μεγάλη ψώρα και ασχολούμαι αρκετά…
(εδώ)

- Έχω αρκετά καλα οπλάκια στο μυαλό μου καθώς έχω μεγάλη ψώρα για το κυνήγι...
(εδώ)

Το άκαρι της ψώρας (από Vrastaman, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεγκέφαλη έκφραση - πλεονασμός, που υποδηλώνει απαξίωση ή/και (αυτο)σαρκασμό. Με άλλα λόγια, είμαστε επιεικώς απαράδεκτοι, για τα πανηγύρια ή απλά δε βλεπόμαστε, είμαστε ένα μάτσο χάλια.

Χρησιμοποιείται σε όλα τα πρόσωπα, ανάλογα με την περίσταση.

- Έλα ρε... Δε σ' ακούω καλά... Γήπεδο είσαι; Πόσο είναι;
- Άσε φίλε, είμαστε για να 'μαστε. Σέρνονται τα παλτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρίως στο πλήρες έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές. Το πρώτο σκέλος ακούγεται και σε πολλές εύχρηστες παραλλαγές (παράδειγμα 5).

Η έκφραση δηλώνει:

  1. Επιφύλαξη για τον ενθουσιασμό του συνομιλητή μας ν' αποκτήσει μια ιδιότητα που εμείς έχουμε ήδη, να μετακομίσει στην πόλη μας, να ασκήσει το επάγγελμά μας, να αγοράσει την ίδια μάρκα αυτοκίνητο με το δικό μας και λοιπά και λοιπά. Εκφράζουμε, δηλαδή, με ήπια ειρωνεία την απαρέσκειά μας που κάποιος θα μας μιμηθεί είτε γιατί αυτό είναι κακό γι' αυτόν (παράδειγμα 1), είτε γιατί είναι κακό για εμάς (παράδειγμα 2) είτε και τα δύο (παράδειγμα 3).

  2. Πραγματική χαρά που κάποιος θα μας συντροφεύσει σε κάτι, συνήθως όχι ιδιαίτερα σημαντικό: ένα πάρτυ, μια εξόρμηση ή κάτι ανάλογο (μη τυχόν και πάει το μυαλό σας εδώ). Ιδίως αν έχουμε πρόβλημα στο να μαζέψουμε λαό.

Ο άντρας που χρησιμοποιεί την έκφραση σίγουρα διακατέχεται από την παιχνιδιάρικη διάθεση μιας λαρτζ ξεκομπλαρισμένης ανδροπρέπειας, στο ίδιο μήκος κύματος με το «τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες!» ή το να απευθύνεται κανείς στην παρέα του ως «κορίτσια».

Ακόμα κι όταν το «πολλές» αναφέρεται κυριολεκτικά σε γυναίκες, η φράση έχει κι εκεί μιαν αυτοτέλεια, μια χαριτωμενιά που στέκεται από μόνη της στο λόγο και μεταφέρει την αύρα της, σε φάση «λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα». Η διαφορά είναι πως σ' αυτήν την περίπτωση η κυριολεκτική διάθεση επεκτείνεται κατά κανόνα και στην πρόσκληση (παράδειγμα 6).

  1. - Παιδιά, όλοι εσείς για εγγραφή περιμένετε;
    - Ναι, αλλά η ουρά ξεκινά απ' το αμφιθέατρο.
    - Α καλά, τώρα τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Ε δε γαμείς, θα περιμένω, τι να κάνω;
    - Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

  2. - Πρόσεχε την μπέμπα που πάει να χωθεί!
    - Ωραία. Δεν μας έφτανε το μποτιλιάρισμα, έχεις και τον μαλάκα να κάνει ταρζανιές. Πάλι θα χάσουμε το φανάρι για την έξοδο...
    - Σου κάνει κάτι νοήματα.
    - Άντε ρε αγόρι μου, έχεις μπει μισός μπροστά μου και τώρα μου ζητάς να σ' αφήσω; Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

  3. - Καλά ρε φίλος, θ' αφήσεις το νησί και θα έρθεις σ' αυτό το μπουρδέλο την Αθήνα; Κι εγώ πού θα πηγαίνω το καλοκαίρι;
    - Γιατί, εσύ τι έκανες; Εκεί δεν έψαχνες από την αρχή για δουλειά;
    - Τεσπά, τι να σου πω. Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

  4. - Τελικά είμαι εξοδούχος σήμερα, πού είστε;
    - Στο Κυβερνείο για ποτάκι, άντε έλα να γίνουμε πολλές!

  5. - Λες να γραφτώ κι εγώ σ' αυτό το slang.gr;
    - Γράψου κι εσύ να γίνουμε πολλές. Στ' αρχίδια μου κιόλας.

  6. Από εδώ:
    «Για γυναίκες, που αγαπούν γυναίκες..»
    Ωραιότατο φόρουμ για εμάς και μόνο εμάς! Ελάτε να γίνουμε πολλές;p

(Σ.ς.: Η γυναικεία ομοφυλοφιλία είναι μια ευχάριστη σύμπτωση στο στατιστικό δείγμα, όχι απαραίτητο νοηματικό περιεχόμενο του λήμματος.)

Στο 0.38. (από Khan, 22/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλαιός Κρης, εις την προσπάθεια να θίξει το αεικίνητο ενούς συμπατριώτη του, χρησιμοποιούσε τοιαύτη φράση, δεδομένου του ότι ο «διάολος» (δηλ. ο δαίμων) αεικίνητος και ακατάπαυστος εστί. Πόσω μάλλον οι χίλιοι διαόλοι! Καμία σχέση δεν υπάρχει μετ' εξορκισμών, μαγείες τε και βουντού. Έμφαση δίδεται εις τον τονισμόν της αρχικής φράσεως, τουτέστιν η φράση εκφέρεται ως εξής: «ΣΣχχίλιοιοιοι διαόλοιοι μέσα σουου!»

Καυλαγόρας: -Τοιαύτο κλαμπ φοβερό εστί! Κοίταξον χορός! (ακολουθεί αερότουμπα και θραυσματoχορός ήτοι break dance)
Τσιμπουκίων: - Μα κάθισε κάτω πλέον και απήλαυσε το ποτό σου!«
Καυλαγόρας (εν μέσω θραυσματοχορού, κινήσεων καράτε τε και Ταρζάν): - Δε δύναμαιααιαι!
Καυλαγόρας: - Χίλιοι διαόλοι μέσα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πειράζει, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, αλλά πρέπει να είσαι και λιγάκι μαλάκας.

Φιλοφρόνηση προς μίζερο νεοέλληνα, που έχει περιπέσει σε σφάλμα, για να του δείξουμε ότι έχει περιθώρια βελτίωσης. Σε αυτή τη χώρα με τους τελειομανείς πολίτες, που όλα δουλεύουν ρολόϊ, είναι πράγματι δύσκολο να βρίσκεσαι στην δυσάρεστη θέση να παραδεχθείς τη λάθος συμπεριφορά. Οπότε όλο και κάποιος βρίσκεται να σου θυμίσει ότι τα λάθη είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη φύση. Αυτά όσον αφορά την ορθή χρήση της παρόλας.

Στη σλανγκ χρήση της, η έκφρασή υπονοεί την πλήρη διαφωνία μας, μέσω της ειρωνείας. Δηλαδή λέμε τη φράση, εννοώντας ότι διαφωνούμε πλήρως με αυτά που λέει και υποστηρίζει με πάθος ο συνομιλητής μας, χαρακτηρίζοντας κάποια πράξη του σαν κουσούρι και ατέλεια. Η, την λέμε για τον εαυτό μας, όταν μας καταλογίζουν κάτι που εμείς δεν το θεωρούμε πολύ σοβαρό και άξιο λόγου.

1.- Εγώ νομίζω ότι ο Γιωργάκης θα γίνει καλός πρωθυπουργός.
- Για τι ορίζοντα μιλάμε δηλαδή; Σε τριάντα χρόνια για παράδειγμα;
- Αρχισες τις μαλακίες...
- Κανείς δεν είναι τέλειος!

  1. - Κοίταξε να δεις, νομίζω ότι το αφεντικό έχει λάθος να με βρίζει.
    - Καλά το πάς σύντροφε.
    - Επειδή άργησα δύο φορές. Κάτσε ρε φίλε! Είκοσι χρονών είμαι, δεν θα αλητέψω και λίγο;
    - Εχεις κι εσύ τα δίκια σου...
    - Πόσες φορές άργησα; Στα τρία χρόνια που είμαι εδώ, άντε να ναι καμιά δεκαριά φορές. Ελεος, σκλάβοι είμαστε;
    - Μην ακούς τίποτα. Κανείς δεν είναι τέλειος. Προτείνω να το καθιερώσουμε όλοι, να 'ρχόμαστε ένα μισαωράκι πιο αργά για συμπαράσταση....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αντλεί την επακριβή σημασία της πάντα από τα λεχθέντα και συμφραζόμενα, πέρα όμως απ' αυτό, και ανεξαρτήτως πλαισίου εκφοράς, κυρίως συνδηλώνει έναν τρόπο του σχετίζεσθαι ανάμεσα στα υποκείμενα που εμπλέκει (εγώ, εσύ).

Εκφέρεται ως εξής «είμαι κι εγώ [παύση] αλλά είσαι κι εσύ... ». Πολύ συχνά εισάγεται με τα «τι να πω;» ή το «καλά...» ή «εντάξει...».

Ο χαρακτηρισμός είναι γραμματικά το κατηγορούμενο που αποσιωπάται ως ευκόλως εννοούμενο, εν προκειμένω ως «δυστυχώς ευκόλως εννοούμενο» και αυτή η παράλειψη, που σημαίνει αβίαστη αλληλοκατανόηση των «εγώ» και «εσύ», είναι που προσδίδει τη δραματικότητα της έκφρασης.

Δεδομένου λοιπόν ότι το αποσιωπηθέν είναι πάντα κάτι το αρνητικό, η έκφραση δηλώνει την πρόθεση του ομιλητή:

  • να τονίσει τη μετοχή και των δυο στη ζοφερότητα μιας κατάστασης ή ιδιότητας, ακόμα κι αν ο «εσύ» διστάζει να το παραδεχτεί,
  • να επισημάνει/στιγματίσει το γεγονός ότι πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία ο ένας σέρνει τον άλλο, ο ένας αντανακλά κι επιβεβαιώνει τον άλλο, ωσάν υπό την επίδραση μιας δίνης η οποία έλκει και τους δυο και συνιστά και τη μεταξύ τους ελκτική δύναμη, και της οποίας κομμάτι κι επιβεβαίωση (να η αβίαστη αλληλοκατανόηση) είναι και η συζήτηση στο πλαίσιο της οποίας η έκφραση λέγεται,
  • να μετριάσει έτσι τη δική του ευθύνη για το παραπάνω, χωρίς όμως ουδόλως να την αποποιηθεί, που γενικά είναι μια τίμια στάση, καθώς και αυτοκριτική ειλικρίνεια δείχνει («είμαι κι εγώ») αλλά και ευθύτητα («είσαι κι εσύ»).

Θα πρέπει, λοιπόν, να τονιστεί - ακόμα περισσότερο επειδή παρακάτω αναφερόμαστε σε συγκεκριμένους »συνήθεις παραλειπόμενους« χαρακτηρισμούς - ότι η φράση σε κάθε περίπτωση δείχνει πως για το χρήστη της μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός της κοινής ζοφερής μοίρας, παρά το τι ακριβώς είναι η κοινή μοίρα. Αν και προϊόν έκλαμψης και «ενόρασης» επί της κατάστασης, η σχετική ασάφεια δια της παράλειψης του «τι είμαι εγω» που «απ΄αυτό είσαι κι εσύ» είναι περισσότερο μια δυσοίωνη ομίχλη που σκεπάζει ξαφνικά τη συζήτηση, παρά ένα κεραυνοβόλημα.

Τι είδους χαρακτηρισμοί είναι δυνατό να εξυπονοούνται όταν γίνεται χρήση της φράσης; Πάμπολλοι... ενδεικτικά

- Είμαι κι εγώ (μαλάκας) αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (οτινάνας), αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (σαβουρογάμης), αλλά είσαι κι εσύ...

Ενίοτε βέβαια ο αποσιωπηθείς χαρακτηρισμός είναι λιγότερο βαρύς, και η φράση δεν έχει όλη αυτή την υπαρξιακή μαυρίλα που με τόση μαεστρία περιέγραψα παραπάνω, αλλά παιγνιώδη, ειρωνική και ψευτο-διεκτραγωδιστική, να το πούμε έτσι, διάθεση,
λ.χ.

- Είμαι κι εγώ ξυσαρχίδας) αλλά είσαι κι εσύ
- Είμαι κι εγώ (κατεστραμμένος) αλλά είσαι κι εσύ...
- Είμαι κι εγώ (σουρτούκω) αλλά είσαι κι εσύ...

1.(από εδώ).

Πολύ μελαγχολία, ρε Γιώργη. Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ...

  1. (από τεκνατζούδικη συζήτηση σε φόρουμ)

lalaith: Εγώ γλυκιά μου αναλαμβάνω μόνο αγοράκια 16-18 ετών... Να σου προτείνω καμιά συνάδελφο...

Marema: Αγοράκια 16-18 εε;;; Βοηθό θές;;; :)))))))))

lalaith: Είμαι κι εγώ, αλλά είσαι κι εσύ...

  1. (βάζω καταχρηστικά κι ένα που δεν αποσιωπεί τίποτα, αλλά έχει πλάκα, από το site se eida και τις αντιδράσεις σε ομοφυλοφιλική αγγελία)

- ειστε τελειως μαλακες τελικα. κομπλεξαρες του κερατα.ομοφοβοι
- η αληθεια ειναι οτι ειμαστε λιγο μαλακες και κουτσομποληδες, αλλα εισαι κι εσυ σπαζοκλαμπανιας ρε παιδι μου, δεκα φορες την εβαλες την πουτσοαγγελια σου (ονομα και πραμα) , ε νισαφ ιζ νισαφ γκανταμιτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλάκις αναφερόμεθα εις αλλοδαπούς το όνομά των μας μπερδεύει και δε μπορούμε να το εκφέρουμε σωστά. Πλην όμως πρέπει να συννενοηθούμε ότι αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο άτομο. Ούτως, μία κοινή ονομασία αν επρόκειτο δια Ισπανό ή Αργεντίνο ή εν πάσει περιπτώσει ισπανόφωνο είναι Jimenes Gavaces (χυμένες γαβάθες). Προσοχή! Η αντίστοιχη Ισπανίδα δεν είναι η πασίγνωση: Μαρία Ντολόρες Χτύπα Τονμου Ώρες! Ούτο παραπέμπει εις... έτεραι καταστάσεις!

Καυλαγόρας: «Εσυναντήθην εχθες αποσπερίς μετά του... εεε... Χουάν... Αντόνιο... α πλέον! Εκουράσθη με τα ακατάληπτα επίθετα των Ιβήρων και λοιπών λατινόφωνων!»

Φιφακλής: «Μην κουράζεσαι φίλτατε σοφολογιότατε! Πες απλά ότι εσυναντήθεις με τον Χυμένες Γαβάθες και ήμεθα εντός!»

Καυλαγόρας: «Μα δεν εχύθει καμία γαβάθα! Που εντός εννοείς; Όπως λέμε: Βατεύω την μ' εαυτόν ιερόδουλη εντός;»

Φιφακλής: «Ωχχχχ.... βατεύω τε και το μ' εαυτόν κέρατο εντός!»

Δες και το λήμμα phonetics και τα σχετικά σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-προτροπή σε φίλο μας προσβεβλημένο από οξεία ξινομουνίαση, αμμομουνίαση αλλά και, διαφορετικά, από άσχημο κόλλημα, σκάλωμα και τα παρόμοια, που δεν του επιτρέπουν να ζήσει τη ζωή του στο φουλ.

Πρόκειται, λογικά, για τον υπερθετικό βαθμό της έκφρασης «ξεκόλλα!». Προσδίδει μια υπερβολή, μια μπηχτή ότι ο συνομιλητής μας πήρε όλη τη ζωή του λάθος και πρέπει ν' αλλάξει ζωή, που λέει και ο ποιητής.

  1. - Μια χαρά σκατά σε βρίσκω. Τι σαπίλα είναι αυτή;
    - Πίνω μπάφους και παίζω προ φίλε, γκαύλα!
    - Ξεκόλλα απ' τη ζωή σου! Πάμε μια βόλτα ρε, οι δικές μας μας περιμένουν, θα το χάσεις το Κορμί, πατριώτη...

  2. - Έκανα μια μούφα λογαριασμό στο φατσοβιβλίο και την έψαξα. Την βρήκα μεν, αλλά τα έχει όλα κλειδωμένα, ούτε φίλους μπόρεσα να δω ούτε φωτογραφίες.
    - Ξεκόλλα!
    - Βρήκα όμως έναν παλιό της συμφοιτητή που την έχει κάνει add και σκέφτομαι να τον κάνω φίλο μπας και μπορέσω να δω τίποτα σαν φίλος φίλου...
    - Ρε, ξεκόλλα πια απ' τη ζωή σου! Στα φέηκμπουκ κατάντησες; Αν καταλήξεις στόλκερ θα σε κάνω μπαν να ξέρεις!

Πιες μια ΞεCola (από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές μας ρωτάνε αν έχουμε κάποια συγγένεια με κάποιο άτομο, είτε επειδή μας βλέπουν συχνά μαζί (υποθέτοντας ωστόσο πως μπορεί να 'μαστε φίλοι, γνωστοί, γείτονες, κ.λπ.), είτε επειδή παρατηρούν πως έχουμε συνωνυμία μαζί του, κ.λπ.

Μια απάντηση που περιέχει τον όρο, συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα (το γαλακτώδες υγρό που περιέχουν τα ανώριμα σύκα), θυμίζει μεν... τον όρο συγγενείς απ' της μάνας το γάλα... αλλά... αλλά.... αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες!

  1. Όταν εκφέρουμε τον όρο, υποδηλώνουμε εμφατικά και με χιουμοριστικό τόνο, πως δεν υπάρχει καμιά συγγένεια μεταξύ μας (ή αν υπάρχει είναι τόσο μακρινή, ώστε να μη λογίζεται ως συγγένεια), αφού απ' της συκιάς το γάλα μπορεί να πιει οποιοσδήποτε, εν αντιθέσει με το γάλα της μάνας το οποίο παραπέμπει σε αδελφική συγγένεια (ύψιστη μορφή συγγένειας). Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 1.

  2. Εδώ ο όρος έχει απαξιωτική χροιά και αναφέρεται σε κατ' επίφαση συγγενείς (βλ. παράδειγμα 2).

  3. Εδώ ο όρος έχει απαξιωτική χροιά και αναφέρεται σε κατ' επίφαση αδελφικά έθνη. Για την περίπτωση αυτή βλ. παράδειγμα 3.

Συναφής έκφραση: Η μάνα μου κι η μάνα του στον ίδιο ήλιο απλώνανε τα ρούχα τους.

  1. Ο Βασίλης, νεοπροσληφθείς στην εταιρεία συζητάει με τον Μάρκο:
    Βασίλης:
    - Βλέπω πως έχεις πολλές σχέσεις με τον Κώστα. Απ' την άλλη έχετε και το ίδιο επώνυμο. Είστε συγγενείς;
    Μάρκος:
    - Βέβαια… βέβαια! Συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα!

  2. Οι Αιγιαλείς πυρόπληκτοι ακόμα δεν έχουν δει το χρώμα του 50ευρω και κάτι «κουμπάροι» από την άλλη άκρη της Ελλάδας πήραν 3.000 ευρώ, γιατί κάποιος ξαδερφοκουνιάδος τους απ' της συκιάς το γάλα έχει κτήμα στην Ηλεία.
    Δες

  3. Φίλοι μας οι Κούρδοι, απ' της συκιάς το γάλα..
    Λες και δεν ήταν οι Κούρδοι τα καλά παιδιά που κατάσφαξαν τους Πόντιους.
    Δες

(από GATZMAN, 30/03/09)(από GATZMAN, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified