φουριαρότραος, φουριαρότραγος

Είναι το αρσενικό αντίστοιχο της φουριάρας αιγός, δηλαδή ο τράγος που ζει ελεύθερος σε μια μεγάλη περιοχή. Σύμβολο περηφάνειας, λεβεντιάς, αλλά και έμπλεος τραγίλας.

ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΜΟΥ ΩΖΟ
ΤΡΑΕ ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑΝΕ ΜΟΥ
ΠΟΥ ΣΤΕΚΕΙΣ ΑΝΑΝΤΡΑΝΙΣΤΑ
ΣΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ Τ ΑΝΕΜΟΥ (εδώ)

ΓΡΑΜΠΟΥΣΙΑΝΟΣ ΦΟΥΡΙΑΡΟΤΡΑΟΣ. ΘΩΡΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΣΙ ΚΙΣΣΑΜΟΥ

  1. -φουριαρότραος (κοινώς το μοτορι σου γ@μ@ει και δερνει)
    -Να υποθεσω πως φουριαροτραος σημαινει στην Ελληνικη.... φουριοζος τραγος?
    -Θα το καταλαβουν οι Κρητικοι... δε λεω.... Αντε να το εξηγησεις στους υπολοιπους Ελλαδήτες (Καθε ερωτας και ενα ονομα..)

  2. -φίλε, ο συγκεκριμένος θα αγόραζε ντατσουν και θα εβαζε τα παιδιά στη καρότσα και θα τα πήγαινε βολτα στο ψηλορείτη
    - Είσαι φαιδρός & φουριαρότραγος! (Είδος κάγκουρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ακρίδα που κυριολεκτικά εντομολογείται από το θέμα αγριμ- (εκ του αρχαίου επιθέτου ἀγριμαῖος) και την κατάληξη -ουδα, η οποία μας δίνει το αγριμούδα που μέσω τσιτακισμού μετατρέπεται σε αγριμούτσα (βλ. εδώ -και εδώ, όπου παρουσιάζεται ως ιδιωματισμός της Δυτικής Κρήτης-, πρβλ. και τη λέξη αγρίμι).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έγκειται στην έκφραση πετάγομαι σαν αγριμούτσα που ενώ σημαίνει πετάγομαι σαν πηδηχταρού άγρια ακρίδα, λόγω της τσιτακισμένης κατάληξης -ουτσα φέρνει στο νου και τη συνώνυμη έκφραση πετάγομαι σαν πούτσα. Επομένως, αφενός η έκφραση σημαίνει πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο ατάκτως, χωρίς να έχουν ευπαρακολούθητο ειρμό αυτά που λέω, και αφετέρου μπορεί να λάβει και τις συνδηλώσεις του πετάγομαι σαν πούτσα δηλαδή κατά τον ορισμό του Gatzman «το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών». Προσφάτως η αγριμούτσα έγινε διάσημη από την σχετική ένσταση που απηύθυνε με κρητική διάθεση ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης στον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.

«Δε μπορώ να σε παρακολουθήσω γιατρέ μου, δηλαδή... where is my mind», «πετάει ο νου σου σαν την αγριμούτσα». (Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης προς τον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος έχει ψυχολογικά προβλήματα, ότι πάει να του τη σβουρίξει, λόγω μελαγχολίας κατά κύριο λόγο.

«Απατός» + γενική της προσωπικής αντωνυμίας στην Κρήτη σημαίνει εαυτός, ο ίδιος, όπως λ.χ. στη φράση «θωρείς κι απατός σου», παναπεί «το βλέπεις κι ο ίδιος». Σύμφωνα με το λεξικό Ξανθινάκη προκύπτει από τη φράση απ' αυτός.

Γιατί, όμως, όταν κάποιος είναι ή φαίνεται σαν τον απατό του, δηλαδή, όταν είναι ή μας φαίνεται... σαν τον εαυτό του, να σημαίνει λίγο πολύ ότι το χάνει;

Χαοτικό ρισπέκτ στον Homo sapiens Cretensis, που σκέφτεται τόσο ωραία: ναι, κάποιος που είναι και φαίνεται σαν τον εαυτό του, είναι αυτός ο οποίος μελαγχολώντας, παίρνει τον εαυτό του και την κατάστασή του υπερβολικά σοβαρά, τόσο ώστε να φέρει και κουβαλάει τον εαυτό του σε βαθμό που να (του, μας) γίνεται ένα φορτίο που φαίνεται, που οι άλλοι το(ν) βλέπουν. Κάπως όπως σε αυτά τα βιντεάκια με την κατάθλιψη, η οποία εμφανίζεται σαν μια μαύρη σκιά ή ένας μαύρος σκύλος (-->) να συντροφεύει και να βαραίνει τον καταθλιπτικό, αλλά ο καταθλιπτικός ξέρει ότι η κατάθλιψη έχει μάλλον τη μούρη της αφεντομουτσουνάρας του (αλλά μην του πείτε, γιατί θα νιώσει αδύνατο να απαλλαγεί, ίσως...). Κάποιος είναι σαν τον απατό του, δεν είναι ο εαυτός του, είναι σκιά του εαυτού του, από υπερβολικό εαυτό.

Αλλά ως γνωστόν όταν η κατάθλιψη, το πένθος κι η μελαγχολία σοβαρεύουν, φτάνουν στην ψύχωση. Εκεί ο καταθλιπτικός αρχινάει κανονικότατα να είναι σαν τον απατό του, δηλαδή, όχι μόνο σαν τον εαυτό του, αλλά και σαν από μόνος του, σουλατσάρει στο δρόμο κι είναι στην κοσμάρα του. Σαν τον απατό του... Κάπου στις Ψυχώσεις γράφει ο Λακάν ότι ναι μεν ο κοινός θνητός που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός, αλλά κι ότι και ο βασιλιάς που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός.

Γιατί, όμως, λέει, η έκφραση ότι είναι σαν τον απατό του, κι όχι απλά ο απατός του; Νομίζω ότι συντρέχει κι άλλος λόγος, πέρα από τα όσα πιο πάνω μισο-έγραψα: με αυτό το σαν η λαϊκή σκέψη απέφευγε την αμετροέπεια.

- Χρήστο, είδα μωρέ το φίλο σου το Μαθιό κι ήτονε στο δρόμο σαν τον απατό του, μούδε με χαιρέτηξε μούδε πράμα...
- Μάνα, σταμάτα να με ψαρεύεις...
- Ίντα μωρέ λέεις, δεν είναι καλά το κοπέλι...
- Μάνα...
- ...
- Ε, ρε Ρόιτερς, πράμα δε σου ξεφεύγει, και χρωστεί τα μαλλιοκέφαλά ν-του, κι η γυναίκα του τον απατάει...
- Ιιιιιι! Καλά το κατάλαβα εγώ, με το φίλο σας το Λευτέρη, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κούργιαλος / κουργιάλι / κουργιαλιά

Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπάρια κλπ. με τα γνωστά αξεσουάρ (4χ4, μαύρο πουκάμισο κλπ κλπ). Χρησιμοποιούνταν στα Χανιά, τείνει να αντικατασταθεί από το πέτσακας, ο, πετσί, το.

- Δεν πέρασε πανελλήνιες και δουλεύει στου θείου του στο χωριό και το παίζει κούργιαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιούνταν αλλά και χρησιμοποιείται ακόμα στην πόλη στα Χανιά - τώρα ακούγεται ως παλιά λέξη, κάπως χωριάτικη/ορεσίβια, γι' αυτό και τη χρησιμοποιούν ίσως οργισμένοι αγροτινέιτζερ, αλλά και σβούροι -(για την ενδιαφέρουσα προέλευση, ιστορία κλπ βλέπε εδώ), για κάποιον α) που μιλάει ξένη γλώσσα την οποία οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν
β) που «τα μασάει» ή φλυαρεί και χρησιμοποεί και εξεζητημένες λέξεις. Όπως συμβαίνει με τις τοπικές βρισιές, μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο πειρακτικά αλλά και ως προκαταρκτικό σε σοβαρό τσαμπουκά.

light συνώνυμο=αμπλαούμπλης

  1. Ίντα μωρέ χαλικουτίζεις με τσι τουρίστριες μισή ώρα!

  2. - Σου είπα ότι θα πάρεις τα χρήματά σου όταν γίνει η εκκαθάριση και καθοριστεί η ψηλή κυριότητα (μπλα μπλα...)
    (απευθυνόμενος σε τρίτο) - 'Ιντα μωρέ χαλικούτης είν' ετούτος με τσι κυριότητες και μαλακίες ντούμπανα... (απευθυνόμενος στον πρώτο). Μου χρωστείς μωρέ ή δε μου χρωστείς λεφτά; Κερατά ε κερατά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified