Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός της κατάστασης «Βέγγος», δηλαδή τρέχω απίστευτα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Προκύπτει από τα γνωστά σκετσάκια του αξέχαστου Άγγλου κωμικού (Benny Hill 1924 - 1992), σε πολλά από τα οποία ενώ ο ίδιος έτρεχε, το φιλμ παιζόταν σε μεγαλύτερη ταχύτητα, με το γνωστό μουσικό κομματάκι να τον συνοδεύει (Yakety Sax).

- Τι λέει; Πώς πάνε οι ετοιμασίες για τον γάμο;
- Άσε φίλε, έχω γίνει Μπένυ Χιλλ. Δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω...

(από Jonas, 20/10/10)(από Jonas, 25/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified