Further tags

Έκφραση που προέρχεται από τον (ένδοξο) νεο-ελληνικό στρατό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον υπερβολικό φόρτο εργασίας - δραστηριοτήτων (στην περίπτωση του στρατού, των υπηρεσιών).

- Πώς πάνε ρε οι υπηρεσίες;
- Άσε, με πάει αίμα (ή με έχει πάει αίμα, δηλαδή έχω συνέχεια υπηρεσία)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή παραλλαγή του, συνήθης εις την Κρήτη: με πάει κοπίδι

(λείπει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρώτη λέξη που μάθαμε όλοι στον στρατό. Ενδεικτικές χρήσεις στα παραδείγματα

  1. - Την παλεύεις φιλαράκι;
    - ΔΕΝ την παλεύω. (Το ΔΕΝ ειναι μόνιμο συνοδευτικό σε αυτή την απάντηση.)

  2. Απάλευτη η φάση.

  3. Ο Απάλευτος.

  4. Μετά την σκοπιά δεν την πάλεψα.

  5. - Παλεύεται το φαγητό;
    - Ε, την ψιλοπαλεύει.

Για να την παλέψεις θες ειδική δίαιτα. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ομότιτλη ταινία, περιγράφει την διαθέση συνήθως μιας καριόλας να μείνει μόνη με τον ευατό της, ελεύθερη, ασυμβίβαστη και άλλες τέτοιες μαλακίες που σχετίζονται και με τον οικολογικό χαρακτήρα της ταινίας.

(Μάκης) - Τι έγινε ρε Σπύρο; Τα βρήκατε με την Ζωή;
(Σπύρος) - Όχι μωρέ με την καριόλα, την έχει δει Φρι Γουίλι (free Willy).

(από patsis, 31/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει ότι δε δίνω καμία απολύτως προσοχή στα λεγόμενα κάποιου.

Είναι σαφώς ισχυρότερη από το απ' το ένα αυτί μπαίνει και απ' το άλλο βγαίνει, καθώς υποδηλώνει ότι η φωνή του συνομιλητή μεταδίδεται απευθείας προς Κάιρο παρακάμπτοντας πλήρως το ακουστικό μας νεύρο.

- Καλημέρα σας, σας καλούμε από την DDT και θα θέλαμε να σας υποβάλουμε κάποιες ερωτήσεις σχετικά με μια έρευνα που...
- Ναι, ναι. Μισό λεπτό, μην κλείσετε, σας συνδέω με Κάιρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγια έκφραση που αποδίδει το θάρρος, τη γενναιότητα, την παλικαριά, την ανδρεία, τ' αρχίδια, τα κότσια.

Το έχει ο Νίκος Παλαιοκώστας και ο Χαλκ Χόγκαν.

- Προχώρα ρε παππού μη σου σπάσω το κεφάλι!

- Αγαπητέ μου κανίβαλε, στοιχηματίζω πως δεν έχετε το ορχικό σθένος να πραγματοποιήσετε την απειλή σας, αλλά ακόμα κι αν το είχατε...

- «ΚΑΠΑΟΥ!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να τονιστεί η εμπειρία ενός ατόμου πάνω σε κάποιο ζήτημα.

  1. - Ρε συ, ο άλλος τις προάλλες και μου πε να μην παίξω τη βέρντερ ασσο γιατί θα πάω κουβά, και έκατσε!
    - Να τον ακούς το Μάκη... έχει φάει πολλά αχλάδια.

  2. - Ρε συ Μάκη, πώς καταφέρνεις και πιάνεις πάντα όλα τα κουλά;
    - Χα, αγόρι μου... πρέπει να φας πολλά αχλάδια για να φτάσεις εδώ που είμαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Στα κρυφά, στα μουλωχτά, λαθραία.

— Τί έγινε ρε με τον Ανέστη; Γύρισ' απο Άμστερνταμ;
— Καλά δέν τά 'μαθες; Τον τσάκωσαν στο αεροδρόμιο το σμπόκο για κατοχή! Πήγε να περάσει δυό γραμμάρια στη ζούλα ο ανεκδιήγητος...

Τη ζούλα μου ανακάλυψαν (από euripidisk, 20/04/10)Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα (από HODJAS, 20/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικη έκφραση. Σημαίνει τον άσχημο τρόπο συμπεριφοράς απέναντι σε κάποιον χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη αιτία.

Χρήση: μαγκίτες only.

Γανυμήδης: Ααχχχ... Με παράτησε το Μαράκι και τά 'φτιαξε με την Αφροξυλάνθη...
Αρίστωνας: Άραγκον και μη σε μέλει... Τό 'ξερα ότι μια μέρα θα σου ξηγιόταν σκουληκιάρικα η σκατολεσβία...

Βλ. και ξηγιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified