Selected tags

Further tags

O Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μπαούλο απ' τα ξίδια ρίχνει μπατσάκια σε αρχηγούς κρατών. (Λεζάντα στο youtube, βλ. βίντεο)

Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει περιέλθει σε κατάσταση μέθης.

O Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μπαούλο απ' τα ξίδια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μετά από (χοντρή) μακακία, αλλού πήγαινα κι αλλού αυτό με πήγε ένα πράμα, θα έχω μπλεξίματα, φασαρίες, μπελάδες με το να μου γυρεύουν τα ρέστα για το πως και το τι. Ύστερα, επισύρονται φωνές, επιπλήξεις, ειδικά αν αυτό το μεγαλεπήβολο που επιχείρησα το έκανα στα κρυφά και με πιάσουν στα πράσα, λίγο πιο δίπλα απ'τα λάχανα.

Η πλήρης έκφραση, που ακούγεται σπάνια πλέον, είναι συνώνυμη του "την έβαψα" (τη ρίζα;), δηλώνει πως όταν μια βάρκα δεν πάει καλά και μπάζει από παντού νερά, έτσι και μια κατάσταση από λανθασμένους χειρισμούς λόγω παρεμβολής ασταθμήτων παραγόντων, κινδυνεύει να πέσει έξω, να βουλιάξει.


1.- Κοίτα ρε μλκ, τί μου έβαλε το αφεντικό να μηχανογραφήσω μέχρι αύριο. Πιο χαρτούρα, πεθαίνεις, ρε φίλε. - Ωραία, θα κάτσω να σου κάνω παρέα, αλλά μέριασέ τα λίγο να βάλω τον καφέ μου... Ωωωωωχ!
- Όχι, ρε πούστη μου! Τί να σου πω τώρα; Την έκατσα! Τί θα κάνω; Δεν μπορώ να του τα επιστρέψω έτσι...Αχ, Θεέ μου!

2.- Έλα ρε, θα στρίψεις καμιά φορά; Θα τελειώσει το διάλειμμα κι ακόμα! Όλοι οι άλλοι τις κάνετε τις τζούρες σας.
- Τώρα, ρε πρήχτη! Ορίστε, έτοιμος! Θα πεθάνω απ' την αγωνία! Πως δε μας έχουν πιάσει ακόμη...
- Σκάσε ρε, κατσικοπόδαρε! Μονίμως ο νους σου στο κακό...
- Τεκέ το κάναμε δω μέσα, δε βλέπεις; Ντουμάνι!... άμα κάνει ντου καμιά αγγλικού... Και ξέρεις αυτή δε μασάει. Διήμερη, για πλάκα!
- Ρε χαμένοι, τί κάνετε μέσα στις τουαλέττες; Βγείτε όλοι αμέσως έξω! Ορίστε μας, αντράκια μια σταλιά, το τσιγάρο σας μάρανε!
- ΩΩΩΧ! Αυτή είναι! Την κάτσαμε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκονογαλού, η (ουσ.). Η μητέρα που είναι πορωμένη με τη φόρμουλα, η οποία επιμένει πως είναι καλύτερη από το θηλασμό. (credit: evasive muse)

-Κάτσε να δώσω λίγο βυζί στη μπουμπού στο παγκάκι, πριν σκάσει μύτη η Φρώσω με τα ψηλοτάκουνα και το Στόκκε.

- Α, την ξέρω, τρελή σκονογαλού η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Καημενομανούλα, η (ουσ.). Η μητέρα που παρεξηγείται με ό,τι λες για θηλασμό, καισαρική, σωστό φαγητό, γιατί το παίρνει προσωπικά. (credit: evasive muse)

- Και με αρχίζει η Ναστάζια στις γνωστές μαλακίες: "Εγώ, δηλαδή δεν είμαι καλή μανούλα που δε θήλασα; Αφού μου κόπηκε το γαλα από μάτι. Η κάθε μανούλα κάνει το καλύτερο για το παιδάκι της".

- Τί να της πεις και συ της καημενομανούλας;

Got a better definition? Add it!

Published