Στα καλιαρντά σημαίνει το δηλητήριο ή τη φόλα, εκ των τζάζω (=διώχνω) και τιραχό (=παπούτσι), -αμφότερα προερχόμενα από τη ρομανί-, ενώ όλο μαζί τζάζω τα τιραχά σημαίνει πεθαίνω, και το σεκέρι που σημαίνει γλύκισμα από το τουρκικό şeker (=ζάχαρη).

- Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.

- Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω τζαστιραχοσεκέρι.
Τουτέστιν: - Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)

- Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα. (Παράδειγμα Αἴαντος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καναπές στα καλιαρντά εκ του ιταλικού molto (=πολύ) και του κάθομαι.

Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο, κάθησα στη μολτοκαθήστρα και άβελα μαρμαρού. (Από το Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ρωσική σαλάτα, εκ του φλόκια και μάλλον του ονόματος της τσαρικής οικογένειας των Рома́нов. Δηλώνει κατ' επέκταση κάθε κατάσταση που είναι υπερβολικά μπερδεμένη σαν ρωσική σαλάτα, που τα συστατικά της είναι ανακατεμένα, ή πιο κυριολεκτικά το μπάχαλο που προκύπτει από τα ματσαφλόκια.

ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ.
ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ.
ΠΙΑΣΑΜΕ ΠΑΡΛΑ ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ,ΜΕ ΤΡΕΛΑΝΕ ΣΤΟ ΡΟΣΟΛΙΜΑΝΤΕ, ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ . ΤΙ ΣΕΡΜΕΛΑ ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ ! ΕΙΔΑ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΑΪ. ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΕΣ Ο ΣΟΛΝΤΑ. ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΑΛΛΑ ΤΙ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ; ΕΓΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΠΗΡΑ ΧΟΡΧΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΥΛΗ ΜΟΥ, ΦΛΟΚΑΡΕ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΙΝΑΝ ΦΛΟΚΙΑ ΡΟΜΑΝΟΦ. (Αποκατέ).

(από σφυρίζων, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πάρα πολύ όμορφος στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού θεο- και του λατσός (<lačho = καλός, όμορφος στη ρομανί).

  1. ΕΝΑΣ ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ ΚΑΝΕΙ ΣΑΝ ΤΖΑΣΛΟΣ ΓΙΑ ΜΠΑΡΕΣ ΝΙΑΟΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ web. ΕΧΕΙ ΝΤΕΖΙ. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΛΗΣ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΠΕΡΑΣΑ ΦΙΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ. ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ. (Αποκατέ).

  3. Εισαι θεολατσος και μπεναβεις μεσικ. Τζασε την καθε καλιαρντω, λουγκρα, και ανεμιαρα και αβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ. (Από το Νέτι)

(από Khan, 20/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το φέρετρο στα καλιαρντά.

1. Παραλίγο να αβέλει τη γκόντα της στο αδικοκούτι με τις κουρούνες που του βούελε.

  1. - Και δηλαδή θέλετε να μου πείτε, ότι αν ήσασταν γονιοί άνεργοι χωρίς στον ήλιο μοίρα και χωρίς φράγκο σε μια χώρα που ψυχορραγεί πνευματικά και οικονομικά, θα λέγατε στο γιο σας να μη πάει στη σχολή γιατί θα επιβαρύνει τους μη επαναστάτες συνεπιβάτες;
    - Όχι. Θα του πω μπες όπου θες, κάν' τα όλα τάνα, άρπαξε, δείρε (αν σε παίρνει ε ;), και γενικά κάνε όπως καταλαβαίνεις. Και αν, ω μη γένοιτο, πέσεις σε κανένα πιο νταή από εσένα, και σε γυρίσουν μέσα σε αδικοκούτι, θα τραβήξουμε και μια αγωγή (θα τα βρούμε λεφτά τότε) και θα καταδικάζουμε αυτόν που σε έφαγε και δεν έκατσε να τον πηδήξεις, που το 'χες και ανάγκη. Καλύτερα να μείνει εδώ μαζί μου και να κόβουμε χόρτα στους λόγγους. Καλύτερος άνθρωπος θα γίνει, από όποια μόρφωση αποκτήσει πατώντας σε τέτοιες αρχές. Και το λέω ως γονιός. Τραμπούκους δεν επιθυμώ να προσφέρω στην κοινωνία. Όσο σκατένια και να είναι. (Τι γίνεται αν δεν πληρώσεις το πρόστιμο μετρό;).

3. Ζήσε και εσύ τον μύθο σου για όσο διαρκεί, περιτριγυρισμένος από φρεσκοκομμένα λουλούδια μέσα στο αδικοκούτι που σε φιλοξενεί, στον αιώνιο ύπνο σου.

(από Khan, 06/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά, στα καλιαρντά.

Από το καλιαρντό ρήμα βικέλω (που νόμιζα ότι το είχαμε αλλά δεν τόχουμε, άρα Χανκ αναλαμβάνεις!)

Καλέ πού έχω τα βικελτά μου;

Got a better definition? Add it!

Published

Το μπιχλιμπίδι, το κρεματζόλι, το διακοσμητικό εξάρτημα στα καλιαρντά. Από το ιταλικό arlecchino.

Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καφές στα καλιαρντά. Μάλλον λόγω του ότι εννοείται ο καφές που όλοι ονομάζουν «τουρκικό», ενώ εμείς τον λέμε ελληνικό (βλ. λίνκι για την πιθανή του προέλευση).

Άμα τελείωνε ο αγώνας στο γήπεδο και μετά, μερικοί φίλαθλοι πηγαίνανε για τουρκόσουπα ή πίνανε κάνα ουζάκι και περίμεναν να νυχτώσει. (Αποκατέ).

Diedwste! (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουτζαντίβαρα είναι στα καλιαρντά τα βυζιά, επειδή αναδεικνύονται στο γυναικείο σώμα ως αντίβαρο για το μουτζό που είναι το αιδοίο (εδώ η ετυμολογία). Βλ. και το λήμμα κατσικανό για μια πιο καυλοπιπιλάτη ανάλυση.

«Είσαι η πιο λατσή αδερφή, άμα ντυθείς, θα κονομήσεις μπουτ μπερντέ», μου λέει. «Τι να ντυθώ;» ρώτησα, «σάμπως γυμνή είμαι;». Νόμιζα εγώ θα με στείλει να αβέλω ντανιές, να γίνω μασκαράς, καρναβάλι. Δεν πήγε ο νους μου. Μου λέει έτσι κι έτσι. Θα ψωνίσεις τα κραγιονάκια σου, τις μπογίτσες σου, θα φορτωθείς τα μπουτ αρλεκίνια, και θα βγεις αύριο βράδυ μαζί μου στην πιάτσα, αρτίστ. –Μήπως πρέπει να κοτσάρω και μουτζαντίβαρα; τη ρωτάω. Γιατί δε γουστάρω. Εκείνη είχε φουσκώσει τα βυζιά της με το γνωστό σύστημα και μάζευε πελατάκια. Ζήτω η σιλικόνη! (αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διαμάντι στα καλιαρντά. Εκ του λατσός = όμορφος (< lačho = καλός, όμορφος στα Ρομανί, δες) και του λιθάρι.

  1. Ο γκουρπαντος, μια ζωή την έβλεπε λατσολίθαρο της πολιτικής και αυτό δεν είναι μουσαντό. (Αποκατέ).

  2. Μου πήρε όλα μου τα τουλά, τα σκούρα, τα κοκκινολαιμάκια και τα τζαρόμπαλα, πάνε τα μπιρμπίλια και τα χαϊμαλιά, πάει και το μονολατσολίθαρο δαχτυλίδι της μάνας μου κι έμεινα η τζασλή στον άσσο. (Αποκατέ).

(από mafie, 08/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published