Further tags

Το δίκοχο μπερέ της στολής εξόδου του στρατιώτη.

Μέχρι να μπείτε στο αεροπλάνο να φοράτε όλοι τις τυρόπιτες γιατί έχει στρατονόμους έξω που κυκλοφορούν.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χακί, μακρόστενος σάκκος εκστρατείας που έχουν τα προσωπικά τους είδη οι στρατιώτες.

- Αύριο θα έρθει ο ταξίαρχος επιθεώρηση στο λόχο. Θέλω ο θάλαμος να λάμπει και τα λουκάνικα να είναι σωστά στη θέση τους. Βάλτε και κανένα χαρτόνι μέσα να μη ζαρώνουν.

"Λουκάνικο" (σάκος ιματισμού). (από patsis, 21/05/10)Από το κόμιξ "12 μήνες θητεία" (Σπύρος Κόντης, εκδόσεις Μαμουθκόμιξ) (από Cunning Linguist, 14/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρατιωτικό τζιπάκι, μάρκας Μερσεντές, που χρησιμοποιείται για τις εξόδους στρατιωτών όταν είναι λίγοι ή για τα ώνια.

- Πόσοι είναι για έξοδο σήμερα;
- 2 μόνο, οπότε θα πάρω την καναδέζα να τους κατεβάσω.

καναδέζα (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει το παντελόνι μιας φόρμας ή πυτζάμας, που έχει γίνει εξαιρετικά οικείο προς τον ιδιοκτήτη της, σε βαθμό του να δέχεται επισκέψεις σπίτι του φορώντας την. Είναι ένα άνετο ρούχο για το σπίτι που δεν απασχολεί ποτέ αν λερωθεί ή ξηλωθεί σε κάποιο σημείο: θα συνεχίσει να φοριέται έως ότου πλέον φτάσει να γίνει κουρέλι.

Ουσιαστικά είναι συνένωση των λέξεων φόρμα και ανέμελη.

  1. - Αμάν πια, θα έρθει κόσμος, εσύ ακόμα με τη φέρμελη είσαι;

  2. - Μαρία!!! Ποιός σου είπε να μου πλύνεις τη φέρμελη γαμώτο;

  3. - Καιρός να πετάξεις το κουρέλι, όλος ο κώλος σου είναι έξω. Κοίτα! Σου πήρα καινούρια φέρμελη! (lol)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ειδικός υπόγειος εκσκαφέας που χρησιμοποιείται στη διάνοιξη μιας σήραγγας του Μετρό. Παράφραση του τυφλοπόντικας = ζώο που σκαλίζει υπογείως για να κινηθεί.

  2. Μεταφορικά: το μεγάλο μέσο που χρειάζεται να επιστρατευθεί στην περίπτωση που μια γυναίκα είναι πολύ σφιχτή ή μεγαλοπαρθένα.

- Τα έμαθες; Επιτέλους η Λένα πηδήχτηκε!
- Ποιος ήταν ο τυχερός; - Δεν ξέρω, αλλά ο τύπος θα χρειάστηκε μετροπόντικα για να τα καταφέρει!
- Μπα, κάτι τέτοιες μην τις φοβάσαι, τα έχουν κανονίσει όλα μόνες τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο σε μέγεθος και άχαρο αντικείμενο.

- Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
- Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.
- ...

Δες και κουμούτσα.

Σε άλλες γλώσσες: Oschi (γερμανικά), mamotreto (ισπανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ογκώδες οικογενειακό αμάξι παλαιού τύπου, όπως πχ. η Κορτίνα (αλλά και γενικά το μεγάλο και φαρδύ οικογενειακό αμάξι). Συνήθως πρόκειται περί απεριποίητου αυτοκινήτου, χιλιοτρακαρισμένου, ξεχαρβαλωμένου και σκονισμένου μέσα κι έξω. Μέσα μυρίζει κακής ποιότητας δερματίνη σε συνδυασμό με κακής ποιότητας βενζίνη και μπαγιάτικη τσιγαρίλα που ξινίζει. Είναι ακατάστατο, γεμάτο στυλό Μπικ, σπιράλ μπλοκάκια, κασέτες, κλπ. Πιθανόν δε να έχει και πλεκτό μαξιλαράκι στο πίσω κάθισμα. Κατά κανόνα τα φλας του δεν λειτουργούν ή αναβοσβήνουν πάρα πολύ γρήγορα.
    Το αυτοκίνητο αυτό είτε είναι must ή ανήκει σε κάποιον ξεχασμένο από τον χρόνο αριστερό, ή, τέλος, σε κάποιον παππούλη.

  2. Η φαρδυκάπουλη γυναίκα, η κωλαρού.

  1. Είπα να κόψω από τα στενά για να φτάσω πιο γρήγορα κι έπεσα σ' έναν γέρο με μια μαούνα που δεν μπορούσε να στρίψει, δεν χωρούσε να περάσει, πήγαινε αργά, τα φρένα δεν ανάβανε, γάμησέ τα, έφτασα είκοσι λεπτά καθυστερημένος...

  2. Τι μπάζο, χριστέ μου, τι μαούνα! Και τη βρίσκει να την πηδάει, το πιστεύεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε μικρή μπάρα απο ραβδόγραμμα που πληροφορεί για στατιστικά όπως «ενέργεια χαρακτήρα», «χρόνος που απομένει για να τελειώσει η πίστα» κ.λπ. σε (βιντάζ) ηλεκτρονικό παιχνίδι.

- Πού κρύφτηκες ρε μαλάκα πίσω απ'το βαρέλι γαμώ το κέρατό σου! Έλα ρε που πλάκωσαν κι'οι χοντροί!
- Έχω μείνει με δυό πουτσίτσες ρε μαλάκα, μιά φάπα και χάνω ζωή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γυναικείο εσώρουχο τύπου στρινγκ, που η πίσω όψη του αποτελείται από λεπτό κορδόνι που χάνεται ανάμεσα στα κωλομέρια.

  2. Η γυναίκα που ανάμεσα στο παντελόνι και τη μπλούζα της διαφαίνεται το πάνω μέρος του εσώρουχού της, είτε είναι τύπου στρινγκ είτε παρεμφερές.

Προέλευση:

Προέρχεται από το όνομα του ποδοσφαιριστή Παναγιώτη Κορδονούρη λόγω προφανούς ηχητικής συγγένειας και ενδέχεται να πρωτοδιαδόθηκε ως όρος από αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.

  1. ...κάνω που λες στην άκρη τον κορδονούρη με το μικρό μου δαχτυλάκι, παίρνω φόρα και βουρ για το γκρόβερ!

  2. - Σσσσσσσσσσσσσ! Πιάσε ρε μαλάκα ένα κορδονούρη που περνάει...
    - Αυτό δεν είναι σώβρακο ρε φίλε, αυτό είναι μεσινέζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντικείμενο που μας τη σπάει γιατί δεν υπακούει όπως θα θέλαμε, χαλάει εύκολα, αποσυναρμολογείται χωρίς λόγο, δεν χωράει εκεί που θέλουμε να το βάλουμε, δεν εμφανίζεται όταν το ψάχνουμε, γενικά μας φέρνει αντίσταση.

  1. - Άντε, πάμε να φύγουμε...
    - Κάτσε ρε μαλάκα δυο λεπτά, δεν βρίσκω πού το έχω βάλει το γαμίδι...
    - Ποιο γαμίδι;
    - Το κλειδί του αυτοκινήτου ρε πούστη μου, το κέρατό μου μέσα...

  2. - Τι έπαθες;
    - Δεν δουλεύει το γαμίδι και τά 'χω πάρει άσχημα.
    - Εγώ σου είχα πει ότι είναι για πέταμα
    - ...

βλ. και κέρατο, άντερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified