Περιγράφει κάθε μπύρα που προτιμούν οι χτίστες όταν κάνουν το διάλειμμα τους γύρω στις 14:00 ντάλα μεσημέρι. Στέλνουν το θύμα στο κοντινό περίπτερο από όπου αγοράζει μπύρες, πατατάκια, κρουασάν και αν βρει κανένα frappe. Από τις περιπτερόμπυρες κλασσικές χτιστόμπυρες είναι οι φτηνές Άλφα, Βεργίνα, Ηeineken, Amstel. Βέβαια παρατηρείται ιδιαίτερη προτίμηση στην Amstel η οποία έχει ανέλθει σε σήμα κατατεθέν της χτιστόμπυρας.

-Τι θα πάρετε παιδιά;
-Μισό κιλό κόκκινο. -Μια χτιστόμπυρα. -Άλλη μια.
-Άννα! Μισό κόκκινο και δυό Άμστελ στο 11.

Got a better definition? Add it!

Published

Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.

Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).

Από εδώ:

Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζύθος αισχίστης ποιότητας τόσο από άποψη γεύσης, όσο και από άποψη ποσότητας αλκοόλ, που δίνει την εντύπωση πως είναι περισσότερο χυμός βρύσης με ένα υποτυπώδες ποσοστό βύνης και λυκίσκου, έτσι απλά για το φολκλόρ.

Η γεύση της κυμαίνεται από υποτυπώδης (πρακτικά άγευστη) έως ελαφρώς (ή βαρέως) πικρή -με την κακή πάντα έννοια- ενώ υπάρχουν συχνά-πυκνά και περιπτώσεις όπου απλά πίνεται, αλλά είναι τόσο τζούφια που, χυμό να πάρεις, πιο εύκολα την ακούς. Συναντάται σε πολλά σούπερ-μάρκετ ως προϊόν μάρκα μ' έκαψες, πολλές φορές με στάμπα προέλευσης ζυθοπαραγωγού χώρας, ενώ πωλείται και σε πλείστα μπαρ και κλαμπάκια σε βαρελίσια βερσιόν ως προϊόν αγνού μπομπαρίσματος σε τιμή κανονικής μπύρας. Ως μπύρα, είναι το είδος ποτού που αποδεικνύει έμπρακτα όσο τίποτε άλλο ότι, όπως είπε κι ο ποιητής, την μπύρα δεν την πίνεις, την δανείζεσαι.

  1. Άλλαξα κορδόνια στα παπούτσια μου και χαίρομαι κάργα!Ετοιμάζομαι να φάω τοστ γιατί έχω λιμοκτονήσει.Ήπια μια mcfarland και είναι μια άθλια νερόμπυρα. (Από εδώ)

  2. Οι εταιρείες ψάχνονται και με άλλους χώρους, και αυτό είναι προς τιμην τους, και ο λόγος που δώσαμε λίγα χρήματα για να μπούμε, ήταν πως δεν θα είχαμε Fuzz ή Gagarin, θα είχαμε την Κωλομύγα. Μπύρα Κραφτ με πέντε ευρώ, ναι, δεν έχει νερόμπυρα, αλλά αυτός ΔΕΝ.ΕΙΝΑΙ.ΧΩΡΟΣ. (Από εδώ)

  3. Οι απανταχού Μπυραματιστές το απαίτησαν εγγράφως και όποιος δεν λαμβάνει υπόψιν του τη λαϊκή απαίτηση είναι με μαθηματική ακρίβεια καταδικασμένος να σαπίσει στην κόλαση πίνοντας ζεστές νερόμπυρες από τα πηγάδια του Διαβόλου και της παρέας του οι οποιές βράζουν και κοχλάζουν από τις αμαρτίες μας!!! (Από εδώ)

στο 1:00 (από anchelito, 02/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριοζούμι, δηλαδή αποσταγμένο ζουμί από κοριούς είναι ένας μειωτικός αστειατόρικος χαρακτηρισμός για διάφορα υγρά, των οποίων αμφισβητούμε την ποιότητα της σύστασης.

Κυρίως για τα εξής:

  1. Ειδικά για το ουίσκι. Άλλοτε χαρακτηρίζεται γενικά το ουίσκι ως κοριοζούμι, για να υποτιμηθεί σε σχέση με άλλα ποτά, ενώ άλλοτε ως κοριοζούμι αναφέρεται η κακή ποιότητα ουίσκι. Πάντως σε κάθε περίπτωση, ο όρος κοριοζούμι χρησιμοποιείται κυρίως για το ουίσκι.

  2. Για αλκοολούχα ποτά κακής ποιότητας, για ξίδια.

  3. Για θεραπευτικά σκευάσματα και αλοιφές συχνά εναλλακτικής ιατρικής, για να τα στιγματίσουμε ως κομπογιαννίτικα (κομβοϊωαννίτικα κατά Χότζα).

Πρβλ. και σκόνη για κορέους.

Πάσα: Γκάτζμαν.

  1. Ως ουίσκι:
    α. Το red για μένα είναι «κοριοζούμι» ... είμαι λίγο μυστήριος διότι είναι μικρή η ζωή για κακό ουίσκι. (Whiskyforum.gr).

β. To σεξουαλικό αντίστοιχο είναι «πηδάει τη γυναίκα του ιεραποστολικά κάθε σάββατο απόγεμα». Και για το κοριοζούμι πάλι δε σε πιάνω, σ αρέσει η γεύση στο πρώτο, δεύτερο, άντε τρίτο ποτήρι και μετά σου ξυνίζει; Δε γίνεται. Με την αλκοολικιά τι παίχτηκε, πήδηξες ή ου; Τι θα πει δε μπορείς να πιείς υπερβολικά πολύ για να μεθύσεις; (Phorum.gr).

γ. Κατι σαν το ουισκυ....κοριοζουμι απο την αρχη ...αστα να πανε
Ενω η τσικουδια εχει μεσα τηs αυτο το κατι ...σε τραβαει σε κανει ενα με το κεφι το ...ουισκυ τι να σου κανει;;; Αγγλοι χλεχλεδεs μπλιαχ....οι βρωμαδερφεs εκει... (bourdela.com).

  1. Ως άλλα ποτά:

α. Δεν με δουλεύουν οι άσχετοι της Achel που ξαφνικά είδαν ότι μπορούν να βγάλουν χρήμα πουλώντας μοναστηριακή μπύρα, γιατί έχει γίνει της μόδας και αποφάσισαν να εμφιαλώσουν το κοριοζούμι που έπιναν αυτοί χρόνια στην αυλή του μοναστηριού. Και προσωπικά δεν συμμερίζομαι κανέναν Αδελφός Thomas και Αδελφός Antoine … το αποτέλεσμα με ενδιαφέρει, που είναι μια ξιδόμπυρα. (Εδώ).

  1. Ως θεραπευτικό σκεύασμα ή αλοιφή:

α. Μα καλά ρε φίλε, άν είχα υγειηνή διατροφή και άσκηση ποιός ο λόγος να πάρω το κοριοζούμι που με ταίζεις; (Εδώ).

β. Αμα εσύ τον θές πολύ κ κάνεις κινήσεις γεμάτες αυτοπεποίθηση οτι θα πέσει τότε κ με κοριοζούμι να τον αλείψεις πάλι τα ίδια αποτελέσματα θα έχεις.Προφανώς αυτό είναι κάποιο είδος μέντας.Εσύ παρε μέντα απλή+αμυγδαλέλαιο ή λάδι ζοζομπά κ τριφτον! (Θεοσοφία).

(από Khan, 16/02/11)Koriozoumi (από malakia, 20/04/11)

Βλέπε και αγροτικό, θήβας ρήγκαλ, λιωσέ κουέρβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Το ουίσκι μάρκας Jack Daniel's με μια δόση οικειότητας, σχεδόν τρυφερότητας, ή

β) Ο ηθοποιός Jack Nicholson, αποκαλούμενος έτσι κυρίως από φανς του, συνήθως αναφορικά με την περίοδο γύρω από τις ταινίες One Flew Over the Cuckoo's Nest (1975) και The Shining (1980).

α) Για πιάσε το θείο Τζακ να κάνουμε κεφάλι...

β) - Τι θα κάνεις απόψε; - Για μέσα με βλέπω, τηλεόραση... έχει τον θείο Τζακ κάπου νομίζω...

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέφτης ή κλεφτής αποκαλείται είδος αυτοσχέδιου αποστακτήριου στην ψειρού.

Η μαγκαϊβεριά αυτή αποτελείται από αντίσταση ηλεκτρικού ρεύματος που βράζει φρούτα μέσα σε ένα τσίγκινο κουβά με νερό μέχρι να δέσει το τσίπουρο-μπόμπα των φυλακόβιων.

Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και πολλοί χειριστές κλέφτη (οι επονομαζομένοι και τσιπουράδες) τα έχουν κακαρώσει εν ώρα εργασίας (βλ. ρεπορτάζ).

  1. - Στις φυλακές Κορυδαλλού -και όχι μόνον, αφού τα οινοπνευματώδη ως γνωστόν απαγορεύονται- με τον επονομαζόμενο «ΚΛΕΦΤΗ» γίνεται το ναρκωτικό των φτωχών, που είναι ένα είδος αυτοσχέδιου τσίπουρου ή κρασιού. (εδώ)

  2. - κλέφτης: το αποστακτήριο όπου φτιάχνουν τσίπουρο.
    (Το γλωσσάρι πίσω από τα σίδερα της φυλακής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό ποτηράκι για το σφηνάκι.

Πάσα: Ντίνος.

- Πού 'σαι μάστορα, φέρε μου και τη δακτυλήθρα, τη γνωστή.

(από Khan, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπομπάρισμα καλείται η πράξη νόθευσης αλκοολούχων ποτών, κυρίως χυμών Σκωτίας, με σκοπό τη μετατροπή τους σε μπόμπες.

Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.

Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».

Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.

  1. Ως μπομπάρισμα αποκαλείται γενικά η νόθευση, ή (σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο) η παραπληροφόρηση, η πλύση εγκεφάλου κλπ. (Βλ. παραδείγματα 3 και 4).

Παράγωγα: μπομπαρισμένος, , -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.

  1. Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)

  2. Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)

  3. ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
    ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
    ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
    ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
    ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
    ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
    ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
    «ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)

  4. Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
    ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από τη προφανή έννοια, περιγράφει εναλλακτικά το δυνατό συκώτι που διατηρείται υγιές παρ’όλες τις συνοδευόμενες από αμύθητες ποσότητες αλκοόλ κρεπαλοκαταστάσεις.

- Χθες πότισα το ξαδερφάκι μου καμία δεκαριά σφηνάκια για να τον μυήσω στη παρέα και τελικά αυτός παρέμεινε ξενέρωτος και μέθυσα εγώ!
- Είχε καλή συκωταριά ο μικρός, κορόιδο πιάστηκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μεγάλοι πόται γνωρίζουν ίσως τη φιάλη του ποτού ουίσκι φέρον την εμπορική ονομασία «100 pipers» ελληνιστί εκατό αυληταί.

Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης, οι Κρήται χωριάται περιοίκιοι αποκαλούν τιαύτο ουίσκι ως «Εκατό πίπες» δια λόγους συντομίας! Ευρηματικότατο, εάν και εφόσον το οινοπνευματοποτείον (κοινώς μπαρ) απασχολεί άνδρα και ουχί γυνή εις την θέσιν του μπαρ.

Μανούσος: «Μπρε συ, ήντα γίνεται εδά γύρω γύρω! Να μου βάλεις θέλει ένα από κιονά του ουίσκτσι, πώς το λένε δα, το εκατό πίπες; (μτφ: χαίρετε ω φίλε! Πώς διαβιώνεις; Θα ήθελες να μου σερβίρεις ένα ουίσκι, δεν ενθυμούμαι καλώς το όνομά του, εκατό πίπαι αν δεν απατώμαι;»)

Σήφης: «Εδά πάλι! Εξετέλεψε μπλιό! Θές ένα δίμπλε; (Ωωω, φοβούμαι πως τιαύτο ουίσκι έχει πλέον τελειώσει... θα ήθελε ανταυτού ένα dimple;»)

101 damnations, Σήφη, το Dimple μου μέσα! (από Vrastaman, 11/02/09)

Δες και Διακόσιες Πίπες. Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified