Further tags

Το ανδρικό σπέρμα, άκα το ψωλόχυμα, το ερωτικόν γλεύκος, το παχύρρευστον πίαρ.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Αχ νάξερες -σ'τό ξαναλέω- νάξερες πόσο σου πάει το το ψωλόχυμα στο πρόσωπό σου... Σού το γέμισα παντού... Σού το έκανα μούσκεμα... θ'αθελα να είχα έναν καθρέφτη νε το έβλεπες και συ... Θαρρώ όμως πως θ'ελεις και άλλο σπέρμα.... Μπόλικη, παχειά ψωλόκρεμα... Δέν είναι έτσι, Φλώσσυ;
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ.23).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην δεκαετία του '30 ένα τάλιρο ήταν μιά ποσότητα χασίς μεγέθους κέρματος πεντάδραχμου της εποχής (με το κατάλληλο πλάσιμο, καθότι μαλακό και εύπλαστο - δεν είχε πέσει πολλη χέννα) το οποίο ζύγιζε περι το 1 δράμι = 3,2 γρμ.
Δεν ξέρω άν είχε και σχέση με την τιμή του (αν και από πάντα η τιμή ήταν πιό ευμετάβλητη, ανάλογα την επάρκεια της αγοράς την ποιότητα, την αξία του νομίσματος κλπ κλπ)

Στην υπόγα

Ρε ν’ από πι ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα βαρέσαν μα βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει 'νας μπα μπαίνει 'νας μπάτσος με το κούφιο Και ρίχνει μου και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Και κατρακύ και κατρακύλισε το φέσι μας σβήνει ο να μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση

Ωωωωωώχ ωωχ!

Και τον ανά και τον ανάβει η Κυριακούλα ρε που `χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα

Γεια σου ρε Μή γεια σου ρε Μήτσο στραβοκάνη που σαι μαστού πουσαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που υποδηλώνει δυσαρέσκεια απέναντι σε μπαφοτσίγαρο το οποίο έχει στριφτεί με χοντρό χαρτί (βλ. Rizla κόκκινο, λευκο) αντί του συνηθισμένου λεπτού (βλ. Rizla ασημί).

- Τι είναι αυτό ρε; Με Α4 έστριψες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοκταίηλ σερβιρισμένο στο σκαμμένο εσωτερικό ενός καρπουζιού, το οποίο χρησιμεύει ως δοχείο και για να δίνει τη γλυκιά γεύση του στο περιεχόμενο. Πίνεται με καλαμάκια από την παρέα - υποτίθεται ότι παίζει και με βιδωτό βρυσάκι στο κάτω μέρος του καρπουζιού.

Πολύ καλοκαιρινό, παρεΐστικο και ταιριαστό με beach bar και ψιλοξεσαλώματα (τα γλυκά κοκταίηλ βαράνε!).

Από εδώ:

Ένα παιδί από την Κω έμαθε στην παρέα την Καρπουζοχαρά. Δες κι εσύ για να μαθαίνεις.
Παίρνεις καρπούζι, ρούμι, χυμούς, πάγο, μαχαίρι, κουτάλι, καλαμάκια και σουρωτήρι.
Από το καρπούζι κόβεις το 1/4.
[...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τις δεκαετίες '70 & '80 «σφόλι» ονόμαζαν επίσης το, γεμάτο με ουσίες συνήθως, λαστιχένιο μπαλάκι ή σφαιρικό γενικώς δέμα που κάποιος «απ' έξω» πετούσε πάνω από τον τοίχο, το συρματόπλεγμα ή το χώρισμα στις φυλακές ή σε άλλα πειθαρχικά καταστήματα, για να το πάρει ή να το βρει κάποιος από τους «μέσα». Και οι δυο τους βέβαια ήταν συνεννοημένοι από πριν. «Σφόλι» ονομαζόταν επίσης και όλη αυτή η μέθοδος παράνομης προμήθειας ουσιών.

- Τι ώρα σας ανοίγουν; (το προαύλειο)
- Στις 11. - Θα σου 'χω ρίξει το σφόλι από το βράδυ στην πάνω γωνία. Κανόνισε να το βρει κανας άσχετος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τιγκαριστό ποτήρι ή φλιτζάνι: γεμάτο έως τα μπούνια, σαν καντήλι γεμάτο λάδι.

Σπάνια κουτσαβάκικη σλανγκιά.

(από σφυρίζων, 15/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπάφος που, ενώ είναι αλβανός, η ποιότητά του είναι (σχετικά) καλύτερη απ' το συνηθισμένο.

Πολλές φορές αυτό δεν ισχύει και το χόρτο βαφτίζεται βορειοηπειρώτης για την καλύτερη προώθηση του προϊόντος. Προσοχή λοιπόν στους επιτήδειους.

- Με των πόσο πάει αυτό ρε μαν;
- Με των 3. Διόλου άσχημα για βορειοηπειρώτη έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική ονομασία της τζιβάνας.

Ρε Σώκο κάνε μια τζένη όσο σπάω τον μπάφο. Παίζει νάχω εισιτήριο στην τσάντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρεζοόρος που χρησιμοποιείται αντί του «σύριγγα», «βελόνι».

- Ρε μαλάκα Ντίνο, πιστόλι για μένα έχουμε;
- Δεν το λεγες νωρίτερα ρε μαν, να σταματούσαμε κείο, να παίρναμε;
- Τώρα τι φάση ρε πούστη. Δεν λέει να το κάψω από μύτη.
- Κάτσε να τελειώσω και ρίχνεις από μένα. Θα το πλύνουμε χλωρίνη και θα σαι κομπλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλασσικό λάδι coppertone που σε μαυρίζει λες και είσαι χάλκινο ρομπότ που σκουριάζει.

Συνήθως το ακούς στην παραλία από Πακιστανούς με την χαρακτηριστική προφορά ή από οποιονδήποτε κάγκουρα που θέλει να το παίξει μούρη στο γκομενάκι.

Ρε συ βαράει ο ήλιος, δώσε μια το κοπερτόνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified