Further tags

Παρακαλώ μην πάει ο νους σας στο κακό, δεν αναφερόμεθα σε βουκολικές πεολειχίες.

Ένα πιπ – εκ του αγγλικού pip – είναι η μικρότερη δεκαδική μονάδα στην ισοτιμία ενός νομίσματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα πιπ αντιστοιχεί στην τέταρτη δεκαδική μονάδα (0,0001).

Ανήκει στην αργκό των φορεξάδων, των χρηματιστών που διαπραγματεύονται συνάλλαγμα. Και αυτοί έχουν σλανγκ.

- Στον κοσμο των ξενων συναλλαγων (forex), η κινηση ενος σεντ (γυρω στα 100 πιπς) στην αξια ενος νομισματος θεωρειται ως μια σημαντικη διακυμανση.
(εδώ)

- ...30 πίπς πάνω-κάτω αρκετά για να φάνε μερικά στόπς συμμετεχόντων...
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτη λέξη ή μεξικάνικος πληθυντικός για τον κρητικό ντάκο.

Ο ντάκος είναι παραδοσιακό σαλατοειδές πιάτο τση Κρήτης με παξιμάδια (και ουχί σκέτο παξιμάδι, αν και λέγεται και κουκουβάγια ή παξιμάδι), ντομάτες, τυρί και λάδι.

Το άκλιτο ντάκος ή τα μεξικάνικα ντάκος τείνουν πλέον να αντικαταστήσουν ολοκληρωτικά το ντάκο.

  1. Θα θέλαμε ένα καραφάκι τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο κι ένα ντάκος.

  2. Πρώτο πρώτο αποτέλεσμα στη γούγλη:
    Κρητικά ντάκος!!! ...
    Συστατικά
    - 5 κρητικά ντάκος
    ...
    Οδηγίες

  3. Στη συνέχεια περιχύνουμε τα ντάκος μας με το μίγμα.
  4. Πασπαλίζουμε τα ντάκος με τριμένη φέτα (οσο σας αρέσει).
    ...
    Λίγα μυστικά ακόμα
    Αν βρίσκετε τα ντάκος πολύ σκληρά μπορείτε να τα μαλακώσετε βρέχοντάς τα ...
    Την ποσότητα των ντάκος την καθορίζετε εσείς προσθέτοντας η αφαιρώντας ντάκος. Καλή σας όρεξη!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μουλωχτού φακού που επιτρέπει να φωτογραφίζεις τον στόχο σου απαρατήρητα, καθώς δείχνεις να εστιάζεις κάπου αλλού.

Χρησιμοποιείται κυρίως για street photography, την φωτογράφιση δηλαδή πορτρέτων αγνώστων σε αυθόρμητες φάσεις. Χωρίς κλέφτη, ο καλλιτέχνης κινδυνεύει να φάει άγριο ξυλίκι. Πρόκειται για το αγαπημένο εργαλείο τόσο των παπαράτσι όσο και των πάσης φύσεως ματάκηδων.

Αγγλιστί: voyeur lens.

- Λοιπόν, για όσους τολμούν και επιμένουν να φωτογραφίζουν στο δρόμο πορτραίτα γραφικών αγνώστων ...αλλά δεν θέλουν και να ρισκάρουν παρεξήγηση, (ή για όσους εκπαιδεύονται ως ...παπαράτσι ) υπάρχει λύση: Οπτικός προσαρμογέας στον φακό που σου επιτρέπει να στοχεύεις στο βορρά και να φωτογραφίζεις ...στην ανατολή!
- Ο συγκεκριμένος φακός λέγεται «κλέφτης» στην φωτογραφική αργκώ.
(εδώ)

Το μυστικό έγκειται στον μυστικό καθρέφτη (από Vrastaman, 22/09/10)Η χαρά του καλλιτέχνη! (από Vrastaman, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι ενδιάμεσο μεταξύ γνησίου και ιμιτασιόν ανταλλακτικού αυτοκινήτου ή μηχανής.

Ο όρος αναφέρεται είτε σε ιμιτασιόν ανταλλακτικά που προέρχονται όμως από επώνυμες εταιρίες είτε σε ανταλλακτικά που έχουν κατασκευαστεί με τα μηχανήματα της ορίτζιναλ εταιρίας, τα οποία όταν σταμάτησε η παραγωγή/υποστήριξη του μοντέλου, βγήκαν στο σφυρί και αγοράστηκαν από μικρή εταιρία η οποία και συνέχισε την παραγωγή των.

Στην πρώτη περίπτωση τα ανταλλακτικά μπορεί να είναι ακόμα και καλύτερα από τα ορίτζιναλ λόγω τεχνικών βελτιώσεων. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι μεν κατασκευασμένα με τα ορίτζιναλ μηχανήματα αλλά χωρίς τη συντήρηση και τις προδιαγραφές της ορίτζιναλ εταιρίας.

Μοναδική εγγύηση για το βαθμό γνησιότητας αποτελεί ο λόγος του μάστορα.

- Εκατό ευρώ για ένα ιμιτασιόν;!
- Δεν είναι ιμιτασιόν κυρία μου! Είναι γνήσιο ιμιτασιόν!

Γνήσια ανταλλακτικά Kayaba για Toyota (από ταμπέλα στη Λιοσίων)

(από electron, 23/09/10)(από Vrastaman, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ελληνικά λεφτά, ένα μύριο.

Σχετικό και το εκατόμπαλο.

Προέρχεται από τους λαϊκούς που πληρώνουν πάντα χαρτί οπότε το μπαλάκι είναι κυριολεκτικά ένα χοντρό ρολό πιασμένο με λαστιχάκι.

Με τα ευρώ χάθηκε λίγο η μπάλα. Ο καθένας εννοεί ό,τι θέλει, από χιλιάρικα μέχρι μύρια και έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του συνομιλητή η αναγνώριση της τάξης μεγέθους. Ειδικά οι κάγκουρες εννοούν κατοστάρικα.

- Πόσο τη χτύπησες τη Μερσεντέ ρε Βαγγέλη;
- Τρία μπαλάκια φίλε, από λαζογερμανό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο beachwear έχει καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες με αδιαμφισβήτητο βασιλιά το μπικίνι (ονομασία από την ατόλη Μπικίνι στον Ειρηνικό) και λιγότερο διαδεδομένο το ολόσωμο, το οποίο συνήθως περιορίζεται στα κολυμβητήρια για προφανείς λόγους. Λόγω της μακράς ιστορίας του, είναι λογικό το μπικίνι να έχει υποστεί διάφορες μεταλλάξεις ανάλογα με την εποχή και τις επιταγές της μόδας. Από απλές, αφαιρετικές κινήσεις όπως το topless και ιδιοφυείς εμπνεύσεις όπως το τάνγκα και το θεϊκό (αρκεί να «τυλίγουν» τους τέλειους Βραζιλιάνικους κώλους για τους οποίους εφευρέθηκαν! – βλ. μήδια 1 και 2)

Όπως είναι φυσικό, στην ιστορία του ενδύματος αυτού έχουν υπάρξει και πλείστα παραδείγματα γελοίων σχεδίων απίστευτης κακογουστιάς και επίδειξης, όπως δερμάτινα (αποδεκτά μόνο αν είσαι η Ποκαχόντας ή η Raquel Welch στο One Million Years B.C. – βλ. Μήδια 3 και 4), λεοπαρδαλέ/τιγρέ/ζεβρέ (αποδεκτά αν είσαι η Τζέην ή η Sheena) όπως μήδι 5 και γούνινα αν είσαι η γκόμενα του Ηρακλή (η γνωστή ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας ντε, η Ζήνα!) – βλ. Μήδιο 6.

Της μοδός τελευταία, είναι το τρικίνι (εις την αλλοδαπήν: monokini), το οποίο περιγράφει τα απίστευτα βλακώδη γυναικεία μαγιό όπου το βρακί ενώνεται με τον βυζοβαστάχτη. Στην απλή μορφή του είναι απλώς ένα μπικίνι με ένα επιπλέον κομμάτι ύφασμα (βλ. Μήδιον 7). Επειδή όμως οι γάτοι της μόδας δεν αρκούνται ποτέ στα απλά (όσο γελοία και να είναι to begin with), ακολούθησαν τα τρικίνι-σφεντόνα (Μήδι 8), τρικίνι-Facadoro - το φοράς σαν κόσμημα (βλ. μήδι 9: 5000 κρύσταλλα Swarovski, κόστος: 2000 λίρες Αγγλίας) και συνδυασμός τρικίνι-Sheena στο πιο ξεκωλέ του: ροζ λεοπάρδαλη (βλ. μήδι 10).

Υπό μια έννοια, το τρικίνι είναι η γυναικεία σωβρακοφανέλλα της παραλίας.

Credit: Άγνωστη λουόμενη στην Κρήτη, σχολιάζοντας παραδίπλα τσόκαρο με τρικίνι.

Ως μήδια.

Βγήκαν οι αρκούδες στην παραλία (από Desperado, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι δραχμές, σε αντίθεση με τα ευρώ.

- Ένα μπαλάκι μου βγήκε το μαλλί!
- Τι; Ευρώ;
- Όχι ρε! Ελληνικά λεφτά!

Με αυτό αγοράζαμε 45αράκι! (από Vrastaman, 21/09/10)νταξ, και τα ξένα λεφτά καλα είναι (από perkins, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκτώ διαρκές αγαθό με χαμηλή αξία μεταπώλησης.

- Έμαθες ο Αποστόλης, παντρεύτηκε ένα Saab!
- Έ τον παπάρα, όταν έρθει ή ώρα θα πρέπει να το σκοτώσει για να το διώξει!

(από Vrastaman, 21/09/10)(από electron, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το Ζ ή ζετάκι της Honda όπως ελέγετο χαϊδευτικά.

Σπάνια έβρισκες να αγοράσεις κάποιο σε φτηνή τιμή κι έτσι κατέληγες με κάνα παπάκι στρογγυλοφάναρο στις αρχές των ογδόνταζ. Όποιος το είχε συνήθως δεν το πούλαγε και το πρόσεχε σαν κατοικίδιο. Το βράδυ το έβαζε να κοιμηθεί εντός της οικίας , και πολλές φορές δίπλα του. Tο κύριο όνομά του ήταν monkey Z50, αλλά επικράτησε ο σλανγκισμός μπόμπος προφ λόγω του πολύ μικρού του μεγέθους.

Το πρώτο Ζετάκι γεννήθηκε το 1967, αλλά η παραγωγή του ή η εισαγωγή του στην χώρα μας ήταν περιορισμένη. Το εκπληκτικό με το μοτοσακάκι αυτό ήταν ότι λόγω του μεγέθους του είχε πολύ καλή αναλογία βάρους-ιπποδύναμης και έριχνε στ' αυτιά στα άλλα πενηντάρια της πιάτσας (παπάκια όλων των εταιρειών, Νταξάκια, τσάλυ, τσάπυ, σιγουάι και αρβί). Ήταν πάντα πανέμορφο σε όλες του τις εκδόσεις και ειδικά στις επετειακές, τόσο ώστε να λυπάσαι να το βάλεις στα νερά έτσι που σε τέτοιες φάσεις το έπαιρνες αγκαλιά και το πέρναγες απέναντι.

Πρόγονος του ήταν το Gorilla, αυτό με το μεγάλο κι άσχημο ρεζερβουάρ με το οποίο πάντως συνυπήρξαν στην γραμμή παραγωγής για καμιά δεκαετία, όπως ο homo sapiens με τον homo neaderdalensis ένα πράμα.

Μιλάμε για μηχανάκι έρωτα που μπορεί ακόμη και τώρα να κοσμεί το καθιστικό μας.

Υστεριόγραφο: η κινέζικη εταιρεία lifan έβγαλε τα τελευταία χρόνια κάτι σε κλόπυ πέιστ σαν ζετάκι αλλά μην το πάρετε, τα γραναζάκια του κινητήρα είναι από χώμα.

Από το Δ.Π., λημματοδότης ο Betatzis.

  1. (απο δω)
    «Έμενα δεν μου άρεσαν οι μεγάλες και γρήγορες μηχανές άλλα οι mini.. Honda Monkey η' αλλιώς ζετακι η' μπομπος..»

  2. (από αγγελίες lost and found)
    «Στο διάστημα μεταξύ 9-20 Αυγούστου 2008 εκλάπη μηχανάκι HONDA MONKEY Z50JP από την περιοχή των Αμπελοκήπων στην Αθήνα μέσα από το PARKING ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ. Το συγκεκριμένο μηχανάκι συχνά αναφέρεται ως «μπόμπος» ή «ζετάκι» και ειναι χρώματος ΜΠΛΕ (σκούρο μεταλλικό) με λευκό στις πλαϊνές όψεις του ντεπόζιτου βενζίνης. »

(από παρέκει)
«iparxei k ena montelo . legete Z einai paragogis mesa sto 70 kai to evgaze i honda.
episis iparxei to chally, kai o antagonistis tou to chappy.
ola ta simerina me ta koloonomata, ta kinezika dld, einai apla apomimiseis.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φτερό του αυτοκινήτου ή της μηχανής, ο λασπωτήρας.

Από τις αρχαίες λέξεις αλέξω (=απωθώ) και βόρβορος (=λάσπη).

Λέξη που απαντά αποκλειστικά στο στρατό.

Κανονικά αυτή η λέξη δεν έχει καμία θέση εδώ μέσα. Είναι μια επίσημη λέξη, καταγεγραμμένη στα στρατιωτικά εγχειρίδια.

Πλην όμως:

  • Είναι εντελώς αδόκιμη.
  • Είναι τόσο καραξύλινη που δεν παίζει ούτε στην καθαρεύουσα, ούτε σε νόμους του κράτους, ούτε πουθενά. Στον καθαρευουσιάνικο Κ.Ο.Κ. π.χ. τα φτερά αναφέρονται ως λασπωτήρες.

    Ο γούγλης (τη στιγμή συγγραφής του παρόντος) έδωσε εννιά (9) αποτελέσματα. Τριαντάφυλλος και Κριαράς δεν το 'χουν καν. Μπάμπη δεν κοιτώ από θέση.

Ποιος ξέρει δηλαδή ποιος καμένος αρχαιόκαυλος καραβανάς το εμπνεύστηκε όταν τον έβαλαν να κάνει copy paste τα εγχειρίδια του αμερικάνικου στρατού.

Στο Τεχνικό όμως που υπηρέτησε ο γράφων αυτή η λέξη ήταν ολοζώντανη. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον από τεχνικάριους, οδηγούς και λέουρες ανθστές. Και πάντα με πονηρό, συνωμοτικό ύφος, όπως κάθε γνήσια σλανγκ. Έπρεπε να την ξέρεις γιατί αλλιώς ανήκες στους άλλους, την πλέμπα, τους αμύητους. Κι αν την ήξερες μπορεί και να έκλεβες τη σειρά προς το συνεργείο.

  1. Το αλεξιβόρβορο είναι από την ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων και προδιαγραφών / προκηρύξεων. (απ' εδώ)

  2. (Λόχος Τεχνικού. Ουρά από παπάκια απ' έξω. Μαύροι με φραπέδες περιμένουν σε μια σκιά. 50άρης Ανθστής πλησιάζει φαντάρο που περιφέρεται ακάλυπτος και με τη φανέλα)
    - Σειρούλα, μπορείς να δεις λίγο την καναδέζα;
    - Πλάκα μας κάνεις ρε ψηλέ; Δεν βλέπεις πόσοι περιμένουν;
    - Όχι μωρέ, το αλεξιβόρβορο θέλω να δεις.
    - Καλά, φέρτη μέσα.

(από Vrastaman, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified