Further tags

Ένας τύπος ο οποίος είναι κοντός και όταν κλάνει σηκώνει σκόνη. Συνήθως έχει σχήμα σόμπας και το κεφάλι του μοιάζει με μπουρί.

- Ρε Μαρίκα ξέχασες έξω από το σπίτι τη σόμπα.
- Όχι ρε Γεωργία, ποια σόμπα, ο ανηψιός μου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων.

Προκύπτει απ' τη γόπα και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη. Στα αγγλικά θα γραφόταν woping.

- Νέεεεουυυυςςς!
- Διατάξτε!
- Πάρε τη σακούλα κι άρχισε γόπινγκ στο δυτικό στρατόπεδο.
- Μα κύριε Διοικητά...
- Μαμούνια! ΟΛΟ το στρατόπεδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση σαπίλας, σήψης, αποσύνθεσης. Προκύπτει απ' το σαπίζω και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου. Στα αγγλικά θα γραφόταν sapping.

Το σάπινγκ ενδείκνυται σε βαθείς καναπέδες και πολυθρόνες, με τη βοήθεια παιχνιδομηχανών και ελαφρών ναρκωτικών (μπάφοι). Κατά τα προχωρημένα στάδια του σάπινγκ ο εγκέφαλος υπολειτουργεί και όλα είναι αστεία και προκαλούν τον γέλωτα.

- Τι θα κάνετε απόψε;
- Μάλλον για σάπινγκ εδώ σπίτι λέμε. Έχουμε ψωνίσει κτλ, οπότε κομπλέ. Δε φέρνεις κι εσύ το pro evo να γίνει σωστή η φάση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποψίλωση με τσάπες. Μαζί με το γόπινγκ αποτελούν τις δύο πιο διάσημες αγγαρείες του στρατού σε περίπτωση επιθεώρησης του στρατοπέδου.

- Άσε, δεν την παλεύω. Μας έβαλε χτες ο διοικητής να κάνουμε τσάπινγκ 4 ώρες μες στο λιοπύρι. Μου κόπηκαν τα χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισχνή δραστηριότητα που συνήθως παρατηρείται μετά από καταστάσεις έντονης κούρασης. Άμεσα συνδεδεμένο με σουβλάκια, dvd, σχολιασμό για γκόμενες κτλ... Η παρατεταμένη διάρκεια οδηγεί σε αποχαύνωση, εγκεφαλική υπολειτουργία και ασχολίες όπως να παίζεις με μπαλόνια και να προσπαθείς να πετάς χαρτάκια μέσα στη στοματική κοιλότητα ανθρώπινου στόχου.

Λέγεται και πούτσισμα.

- Λετε να μαζευτούμε τη Δευτέρα στο Φάληρο για ψώλινγκ;
- Στάνταρντ... Θα σου δείξω και τι πρέπει να κάνω και στην άλλη στον καναπέ για να μάθει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εκνευριστικό είδος ανθρώπου που επισημαίνει κάποιο λάθος σου και σου ρίχνει αλάτι στην πληγή.

Σ' τα 'λεγα εγώ, δε σ' τα 'λεγα;;;

Από την αρχή ρεσιτάλ σταλεγάκια, αλλά η κορύφωση στο 2.42 (από Khan, 28/05/12)(από Khan, 12/07/14)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική χροιά στη λέξη λούφα που τη συναντάμε στο στρατό και υποδηλώνει το άτομο που τη σκαπουλάρει απο τις αγγαρείες και περνάει χαλαρά.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική χροιά στη λέξη φίδι που υποδηλώνει τον στρατιώτη, συνήθως παλιό, που δεν τον χώνουν, και είναι πάντα αραχτός και όταν οι νέοι πήζουν αυτός λίαζεται έξω όπως τα φίδια το καλοκαίρι.

-Ρε σειρά πως τη περνάει έτσι ζάχαρη ο λέουρας;
-Ασε ρε ποντίκι που θές να μάθεις κόλας! Ο Νίκος είναι ειδικός στο λούφινγκ, το φίδινγκ και το μηνυματέισον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η υπηρεσία που «βαράει» ο φαντάρος μεταξύ 02.00 - 04.00 τα ξημερώματα.

Έρχονται αυτή την εβδομάδα οι νέοι στο λόχο.
Άντε να βαρέσουν και αυτοί κανένα γερμανικό γιατί πήξαμε τόσους μήνες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορνοταινία, τσόντα. Κωδική ονομασία των εν λόγω ταινιών, όταν μπροστά παρευρίσκονται άτομα τα οποία δεν θέλουμε να καταλάβουν για τι πράγμα μιλάμε.

Ενίοτε απαντάται και σαν καμπόικο ή απλά γουέστερν.

  1. - Φίλε, εγώ την κάνω. Πάω να νοικιάσω κανα καουμπόικο απο το βιντεοκλάμπ, να το δούμε το βράδυ με την έτσι.

  2. - Μαλάκα, είχε εχτές ενα καουμπόικο στην TV, κάτσε καλά...

με κάτι πιστόλια ναααα! (από BuBis, 29/10/09)είμαστε καμπόιδες από το πλακωτό... (από BuBis, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified