Παιχνιδιάρης, πονηρούλης, καυλιάρης άντρας, μπερμπάντης, κομπλεντέρ τύπος. Με το τσαχπινιάρης είσαι όλα αυτά μαζί. Άρχοντας άμα στο πούν ψηλέ και μην ρωτάς πολλά.
Τι τσαχπινιάρης είναι ρε παιδιά αυτός ο Eυγένιος, όπου πάει αγαπάει.
Παιχνιδιάρης, πονηρούλης, καυλιάρης άντρας, μπερμπάντης, κομπλεντέρ τύπος. Με το τσαχπινιάρης είσαι όλα αυτά μαζί. Άρχοντας άμα στο πούν ψηλέ και μην ρωτάς πολλά.
Τι τσαχπινιάρης είναι ρε παιδιά αυτός ο Eυγένιος, όπου πάει αγαπάει.
Got a better definition? Add it!
Τύπος ευγένειας της πιάτσας για κάποιον πολύ σικ κύριο απο εύπορη οικογένεια.
Ταρίφας: -Πού πάμε μεσιέ;
Μεσιέ: -Εκάλη παρακαλώ.
Ταρίφας: -ζαγοραίοοοος.
Got a better definition? Add it!
Κλασικός χαρακτηρισμός σχεδόν όλων των γυναικών με λίγες δυστυχώς μονάχα εξαιρέσεις. Απευθύνεται σε γυναίκες μόνο, που δεν έχουν πάει ή δεν θέλουν να πάνε πια μαζί σου.
- Τελικά είναι όλες καριόλες.....
- ...και ειδικά η καύτρα....
Got a better definition? Add it!
Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.
Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.
- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!
Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός-ή που έχει μποτσάρει τόσες φάσεις στην ήδη μακρά ζωή του/της, που πια δεν έχει καμία αξία σαν άνθρωπος: σεξουαλικά, επαγγελματικά, οικογενειακά.
Συνώνυμη φράση: καμένο χαρτί.
Χρησιμοποιείται συχνά και για μεσόκοπες γυναίκες που γουστάρουν τεκνά αλλά δεν τους κάθονται και έτσι κερδίζουν με την αξία τους την επωνυμία.
- Είδες την κυρα-Μαίρη που απλώνει μπουγάδα και κάνει τα γλυκά μάτια;
- Άσ' την να ξερογλύφεται την τελειωμένη.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για άτομα ή καταστάσεις που είναι ανυπόφορες.
Αυτή η δουλειά είναι απάλευτη...
Τι είναι αυτά που λες ρε; Είσαι απάλευτος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσιγκούνης και κακομοίρης μαζί.
Πώς κάνεις έτσι για 5 ευρώ ρε! Τι καρμίρης που είσαι;
Ο Γιώργος είναι τόσο καρμίρης που έχει να βγει κάνα χρόνο (τσιγκουνιά).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η καθωσπρέπει κυράτσα. Αυτή η οποία προσέχει την εμφάνισή της.
- Όμορφη είσαι σήμερα Καίτη μου!
- Ε αφού ξέρεις Θωμαή! Είμαι κοκέτα!
Got a better definition? Add it!
Το φρέσκο, το νέο αίμα, το καινούργιο.
- Με τη Μαρία, πώς πάει, όλα καλά;
- Ποια Μαρία, πάει αυτή... Βγαίνω με ένα 20χρονο ξανθό, φρεσκαδούρα σου λέω!
Got a better definition? Add it!