Got a better definition? Add it!
Ο δήθεν ερωτικός.
α. Πολύ τον σεξουλιάρη μας παριστάνει ο Μάκης...
β. Σεξουλιάρα γκόμενα, αλλά δεν την πήδαγα με τίποτα.
γ. Αγόρασα ένα φόρεμα πολύ σεξουλιάρικο. Να δούμε πού θα το φορέσω...
Got a better definition? Add it!
Ο δήθεν ερεθιστικός.
Για τις γυναίκες δεν χρησιμοποιείται ειρωνικά, συνήθως.
Για αντικείμενα: μπορεί και να σημαίνει ζόρικο, νευρικό, κλπ
Βλ. και καβλιάρης
Got a better definition? Add it!
Χαμένος, αφηρημένος. Προέρχεται από την έκφραση Είναι στον κόσμο του (κόσμος -> Κοσμάς!)
-Έχει χαζέψει τελείως ο Θανάσης τώρα τελευταία.
-Έ, καλά τώρα, πάντα Κοσμάς ήταν αυτός...
Got a better definition? Add it!
Αναξιόπιστο άτομο, το οποίο ρέπει προς την παρανομία.
Συνώνυμα: μούτρο, υπόγειος / σκοτεινός τύπος.
— Πώς μ' έπιασε κορόιδο ρε ο αλήτης; Δύο κατοστάρικα για χαλασμένο ντιβιντί...
— Έπρεπε να το καταλάβεις ρε χάφτα, έκανε μπαμ ότι ήταν λέρα ο τύπος.
Μεγαλύτερη λέρα δεν κυκλοφορεί στην πιάτσα από τον Μπάμπη. Απ' όπου και να τον πιάσεις θα λερωθείς.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που ειδικεύεται στις πίπες ή που δίνει τέτοια εντύπωση λόγω της εμφάνισης και του ντυσίματός της.
Η Μπάφι Ντέιβις πάντα έπιανε κότσο τα μαλλιά της για να φαίνεται καλύτερα η τέχνη της. Μεγάλη πιπού!
Got a better definition? Add it!
Η τσούλα, και μάλιστα η πολύ κακόγουστη.
Ήρθε στο μπαράκι ντυμένη σαν πουτάνα, σκέτο καρκατσουλιό...
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλείται ο οπαδός του ΠΑΟΚ λόγω της γεωγραφικής θέσης της Θεσσαλονίκης (λίγο νότια της Βουλγαρίας).
(Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού προς τους οπαδούς του ΠΑΟΚ στο γήπεδο)
-Βου-βου βούλγαροι, βου-βου Βούλγαροι!!!!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα με κακοφτιαγμένο σώμα, όπως λεπτή στην πλάτη, μεγάλη περιφέρεια ή γοφούς, γενικά ασύμμετρη.
- Καλά, προχθές όχι μόνο έγινες γκολ, αλλά την έπεφτες και στην ΧΧΧΧ.
- Πλάκα κάνεις; Εμ, βέβαια με τόσο πιοτί και η μπατάλω μου φαινότανε τοπ μόντελ.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!