Further tags

Ο εύστροφος άνθρωπος, αυτός που μαθαίνει εύκολα και αξιοποιεί τις γνώσεις του για να πετυχαίνει τους στόχους του.

Μπράβο της Μαρίας, ξεκίνησε ως τηλεφωνήτρια, αλλά έμαθε υπολογιστές και ζήτησε να τη δοκιμάσουν στο τμήμα πωλήσεων, ήταν τσακάλι στη δουλειά της και τώρα είναι διευθύντρια του τμήματος!

Δες και γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έμπειρος, αυτός που είναι πολύ καλός σε αυτό που κάνει. Δεν έχει να κάνει μόνο με τεχνικές ικανότητες, αλλά επεκτείνεται σε όλους τους τομείς.

- Καλά ο Νίκος είναι και πολύ μεγάλος κατακτητής! Κάθε μήνα και με άλλη είναι! Πώς του κάθονται όλες αυτές; - Ε, είναι πολύ έμπειρος στο κρεββάτι και μάστορας στο στοματικό σεξ! Ποια να του αντισταθεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πίνει μεγάλες ποσότητες νερού.

Βρε νεροφίδα, τα άδειασες και τα 4 μπουκάλια με το νερό που είχα στο ψυγείο; Άσε ένα και για κάποιον άλλο!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ όμορφη, η εντυπωσιακή μελαχρινή γυναίκα.

Χτες στο πάρτι του Γιώργου, γνώρισα την ξαδέρφη του, ένα μελανούρι να το δεις να ζαλιστείς!

(από joe909, 19/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος.

Ειρωνικά και για ποδοσφαιριστές που παρά τα χρόνια τους παίζουν ακόμα μπάλα.

Τράκαρα προχτές με έναν μαθουσάλα που παραβίασε ενα STOP και κόντεψε να πάθει έμφργμα ο παππούς! Μα πώς τους αφήνουν και οδηγούν σε τέτοια ηλικία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλθακός άνθρωπος, αυτός που δεν τυγχάνει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους άλλους.

Συνήθως εννοούμε και τον αγύμναστο, με πλαδαρό σώμα.

-Κοίτα ρε φίλε αυτή τη δίμετρη κοπέλα τι χαλβά συνοδό έχει! Πώς γίνεται αυτό; -Αν είχες και συ μια SLK cabrio θα έβλεπες πώς γίνονται αυτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε κάτι που τελικά δεν άξιζε τα λεφτά του και μετανιώσαμε για το χρόνο και το χρήμα που του αφιερώσαμε.

- Πήγα με την Ελένη στο σινεμά να δούμε μια ελληνική ταινία, και ήταν μια πατάτα τελικά. Τσάμπα τα λεφτά που πληρώσαμε. Φύγαμε στη μισή ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλ: η κατσιβέλα. Ο αθίγγανος. Ο γύφτος με καταγωγή από τη Βόρεια Ελλάδα.

Σε κάποιες περιοχές της χώρας ο πληθυντικός έχει μόνο θηλυκό και είναι άκλιτο ενώ γράφεται και προφέρεται κατσβέλ'.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται όπως και το γύφτος.

- Τι είναι αυτό το σπίτι ρε Μάκη; Πώς ζούν έτσι εδώ μέσα στην μπίχλα;
- Γάμσε τα... Σαν τις κατσβελ'...

Got a better definition? Add it!

Published

Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.

Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.

- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα του πεζοδρομίου, η πόρνη στο επάγγελμα. Χρησιμοποιείται επίσης ως χαρακτηρισμός για μια «εύκολη» γυναίκα.

Ο όρος προέρχεται απο τον Αθηναϊκό υπόκοσμο.

-Μη μπλέξεις μαζί της, ειναι γνωστή καλντεριμιτζού.

(από electron, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published