Further tags

Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.

Το έριξε στο σορολόπ.

Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).

Ένα, δυο, τρία, ωπ! (από poniroskylo, 14/12/09)(από dryhammer, 26/05/14)

Δες και σορολόπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαψάλης, ο: κοιμίστρας, νωθρός, τσαπατσούλης, ασουλούπωτος. Σάψαλος: υπερθετικό του σαψάλης.
Σάψαλο, το: πτώμα. Κοροϊδευτικά λένε τον γέρο με το ένα πόδι στον λάκκο.

  1. Θα σου κάνει νομίζεις δουλειά ο σαψάλης;

  2. Έγινα σαν σάψαλο = είμαι πτώμα από την κούραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαπτέρυγο.

  2. Μτφ. ο έξυπνος.

  3. Μτφ. και ειρωνικά: ο κουτός. Συνώνυμο: τσαμπιόνι, το

- Τέτοιο ξεφτέρι και να μην προοδεύσει στη ζωή του δεν γίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ακατοίκητο κεφάλι: μτφ. ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος.

Εμ τό 'χει ακατοίκητο (χτυπάς ρυθμικά στον κρόταφο τον δείκτη του χεριού), τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υποτελής, ο υποτακτικός. Ενίοτε και ο αυλοκόλακας.

Ο άντρας μου τώρα τελευταία την έχει δει πασάς. Αν νομίζει ότι θα κάνω το γιουσουφάκι του, είναι γελασμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλητός μου, πολύ φίλος.

Ρήμα: τακιμιάζω.

  1. Ζήτα ό,τι θες απ' τον Ανέστη, τακίμια είμαστε, δικός μου άνθρωπος, όχι δεν θα πει.

  2. Καλό παιδί ο Στελάρας, είχε υπηρετήσει με τον ξάδερφο μου, είπαμε ιστορίες, ήπιαμε και δέκα μπύρες, τακιμιάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζερσερής, σερσέμης, ανισόρροπος, χαζούλης.

Πάλι δεν κατάλαβε τι τού είπα, ο ζεβζέκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασήμαντο, ανάξιο λόγου.

Αυτή είναι τραγουδίστρια του κώλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλώρος: το παιδί της μαμάς, το μοσχαναθρεμμένο. Φλωρούμπας: ο φλώρος σε υπερθετικό βαθμό.

Πού να ξέρει καλέ τούτος ο φλώρος από γκομενοδουλειές;

Το πτηνό φλώρος. Ετυμολογείται από δώθε ο φλωρούμπας ή ου; (από Khan, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεαρό κορίτσι που είναι... να το πιεις στο ποτήρι. Τα τελευταία χρόνια η λέξη χρησιμοποιείται και για το νεαρό αγόρι.
Σε υπερθετικό βαθμό: μανουλομάνουλο.

- Δες ένα μανούλι που περνάει απ' όξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified