Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.
Το έριξε στο σορολόπ.
Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).
Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.
Το έριξε στο σορολόπ.
Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).
Δες και σορολόπ!
Got a better definition? Add it!
Σαψάλης, ο: κοιμίστρας, νωθρός, τσαπατσούλης, ασουλούπωτος.
Σάψαλος: υπερθετικό του σαψάλης.
Σάψαλο, το: πτώμα. Κοροϊδευτικά λένε τον γέρο με το ένα πόδι στον λάκκο.
Θα σου κάνει νομίζεις δουλειά ο σαψάλης;
Έγινα σαν σάψαλο = είμαι πτώμα από την κούραση.
Got a better definition? Add it!
Εξαπτέρυγο.
Μτφ. ο έξυπνος.
Μτφ. και ειρωνικά: ο κουτός. Συνώνυμο: τσαμπιόνι, το
- Τέτοιο ξεφτέρι και να μην προοδεύσει στη ζωή του δεν γίνεται.
Got a better definition? Add it!
Το ακατοίκητο κεφάλι: μτφ. ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος.
Εμ τό 'χει ακατοίκητο (χτυπάς ρυθμικά στον κρόταφο τον δείκτη του χεριού), τι περιμένεις;
Got a better definition? Add it!
Ο υποτελής, ο υποτακτικός. Ενίοτε και ο αυλοκόλακας.
Ο άντρας μου τώρα τελευταία την έχει δει πασάς. Αν νομίζει ότι θα κάνω το γιουσουφάκι του, είναι γελασμένος.
Got a better definition? Add it!
Ο κολλητός μου, πολύ φίλος.
Ρήμα: τακιμιάζω.
Ζήτα ό,τι θες απ' τον Ανέστη, τακίμια είμαστε, δικός μου άνθρωπος, όχι δεν θα πει.
Καλό παιδί ο Στελάρας, είχε υπηρετήσει με τον ξάδερφο μου, είπαμε ιστορίες, ήπιαμε και δέκα μπύρες, τακιμιάσαμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ζερσερής, σερσέμης, ανισόρροπος, χαζούλης.
Πάλι δεν κατάλαβε τι τού είπα, ο ζεβζέκης!
Got a better definition? Add it!
Ασήμαντο, ανάξιο λόγου.
Αυτή είναι τραγουδίστρια του κώλου.
Got a better definition? Add it!
Φλώρος: το παιδί της μαμάς, το μοσχαναθρεμμένο. Φλωρούμπας: ο φλώρος σε υπερθετικό βαθμό.
Πού να ξέρει καλέ τούτος ο φλώρος από γκομενοδουλειές;
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Το νεαρό κορίτσι που είναι... να το πιεις στο ποτήρι. Τα τελευταία χρόνια η λέξη χρησιμοποιείται και για το νεαρό αγόρι.
Σε υπερθετικό βαθμό: μανουλομάνουλο.
- Δες ένα μανούλι που περνάει απ' όξω.
Got a better definition? Add it!