Η τρελοκαμπέρω, η ζωηρή.
- Μας κάνει τον ηθικό και δεν κοιτάει την κόρη του την παρδάλω...
Η τρελοκαμπέρω, η ζωηρή.
- Μας κάνει τον ηθικό και δεν κοιτάει την κόρη του την παρδάλω...
Got a better definition? Add it!
Κατά τους 2 πρώτους μήνες της εκπαίδευσης τους οι Δόκιμοι Αξιωματικοί, ονομάζονται «Αλφάδες». Πρόκειται για την σκληρότερη φάση γιατί αφενός έχουν πολύ σκληρή εκπαίδευση και κάνουν όλες τις υπηρεσίες, αφετέρου έχουν του δόκιμους της προηγούμενης σειράς (τους «Βητάδες») να τους κάνουν καψόνια και σπάσιμο νεύρων.
Όνειρο του κάθε Αλφά είναι να περάσουν οι 2 μήνες και να γίνουν Βητάδες, οπότε θα χαλαρώσουν και θα πάρουν υπό την κηδεμονία τους τον «γιόκα» τους για να τον τρέχουν. Συνήθως ο «πατέρας» Βητάς και ο «γιος» Αλφάς κοιμούνται στο ίδιο διώροφο κρεβάτι.
- Άντε να γίνουμε Βητάδες να ηρεμήσουμε λιγάκι, έπηξα σαν Αλφάς!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός των Δόκιμων Αξιωματικών κατά την Β' φάση της εκπαίδευσής τους (3ος - 4ος μήνας).
Βλέπε ορισμό της λέξης αλφάς.
- Αχ και πότε θα γίνουμε Βητάδες!
Got a better definition? Add it!
Φιλικός χαρακτηρισμός για άλλον φαντάρο που είναι κοντινή σειρά (συνήθως προηγούμενη ή επόμενη).
Οι φαντάροι της ίδιας σειράς αλληλοϋποστηρίζονται ανεξαρτήτως προσωπικής συμπάθειας ή όχι. Ωσεκτουτού και οι κοντοσειρές αντιμετωπίζονται συγκαταβατικά...
Λέγεται και «κοντοσειρά».
- Σε χώσανε πάλι ρε κοντοσειρά; Υπομονή κάνε να απολυθώ εγώ και θά 'ρθει κι η σειρά σου να καραπαλιώσεις να χώνεις τους νέους...
Got a better definition? Add it!
Εκείνος που τα ξέρει όλα, ο προπέτης.
Συνήθως φλύαρος, που καταντάει κουραστικός και απευκταίος.
Μην κάνεις τον ξερόλα σου ξαναλέω! Άσε να μιλήσει κι ο Γιώργος που το έχει σπουδάσει το πράγμα!
Σχετικά: WWW, ξερόλι, ξερολισμός, φωτεινός παντογνώστης, πανεπιστήμων / -ονας, κινητή εγκυκλοπαίδεια.
Got a better definition? Add it!
Ευχάριστα στρουμπουλή γυναίκα. Κάτι σαν ζουμπουρλούδικο αλλά στο πιο καλοθρεμμένο.
Επίσης, παλιό ρεμπέτικο σουξέ της Ιωάννας Γεωργακοπούλου. Επίσης, ρεμπετοταβέρνα στη Θεσσαλονίκη.
Σου σφυρίζω γλυκά σαν τ' αηδονάκι
με πόνο και μεράκι αχ μέσα απ' την καρδιά
σου σφυρίζω γλυκιά μου Τομπουρλίκα
σαν τη δική σου γλύκα δεν έχει άλλη καμιά
(το ρεφρέν από την Τομπουρλίκα, Στίχοι-Μουσική: Π. Τούντας)
Got a better definition? Add it!
Published
Το ρε προέρχεται από το ο μωρός / η μωρή / το μωρό.
Η κλητική του μωρός είναι μωρέ και για συντομία ρε.
Κυριολεκτικά σημαίνει αυτός που είναι ανόητος και απερίσκεπτος. Από αυτή τη λέξη προέρχεται και το μωρό (ως ανόητο λόγω ηλικίας).
Συνοδεύεται από επίθετο (ρε ηλίθιε) ή από mini υβριστικές λέξεις όπως παπάρα, μαλάκα, πούστη.
Ρε παράλυτε πώς είσαι έτσι; Σα μπάλα με πόδια είσαι με αυτή τη φόρμα! Άντε άλλαξε!
Ρε μαλάκαααα, προχώρα να ξεκολλήσουμε! Έχουμε πήξει δύο ώρες στην κίνηση!
Δες και ρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πασόκος, συνήθως συνδικαλιστής ή μέλος της νεολαίας του κόμματος. Λέγεται για άνδρες και γυναίκες ομοίως.
- Θα κατέβω να ψηφίσω στο συνέδριο.
- Ρε Μάρα, είσαι πολύ πρασινοφρουρός!
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τη λέξη κύριος και χαρακτηρίζει (αναλόγως θετικά ή αρνητικά) πρόσωπο ή κατάσταση.
Αντίθετο της λέξης χαβαλέ, και πιθανότατα η λέξη κυριλέ ακολουθεί την ίδια κατάληξη.
Αρκετά παλιά έκφραση, που η χρήση της υποδηλώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία και στάση ζωής του ομιλούντα...
Παραλλαγές: κυριλάτος, κυριλάτα, κυρίλα και άλλες σύνθετες
Επίσης από αυτήν προέρχονται και άλλες παρεμφερείς που ομοιάζουν ηχητικά με την ίδια ακριβώς σημασία: Κύριλλος, Κυριλέησον.
- Περάσαμε κυριλέ χθες το βράδυ...
- Η γκόμενα που γνώρισα πολύ κυριλάτη...
- Να ντυθείς κυριλάτα να είμαστε ασορτί...
- Στο πάρτυ είχαν κυριλοκατάσταση και την κοπανήσαμε γρήγορα...
- Η γκόμενα; Πολύ κυριλέ για να γούστα μου...
- Μες στην κυρίλα το πουρό...
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας λόγω του ντυσίματος της (αμπέχονο, αρβύλες, τζην, φαρδιά μάλλινα πουλόβερ), που καθιερώθηκε την δεκαετία του '70 και αφορούσε κυρίως τις φοιτήτριες...
Το όνομα οφείλεται στον τορβά, το μάλλινο σακίδιο, που είχαν όλες τους περασμένο χιαστί στον ώμο.
Το ντύσιμο υποδηλώνει ανεμελιά, έλλειψη προσεγμένης εμφάνισης και αντίστοιχη φιλοσοφία.
Ο χαρακτηρισμός «ταγάρι» είναι συνώνυμος της απεριποίητης, αντισεξουαλικής γυναίκας.
- Γέμισε ταγάρια το μπαρ, πάμε να φύγουμε...
- Σαν ταγάρι είσαι ντυμένη, βάλε κάτι πιο σένιο...
Got a better definition? Add it!