Further tags

Χρώμα, αντικείμενο ή συμπεριφορά που καταδεικνύει άμεσα τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσιες και διαθέσεις κάποιου.

- Καλά, τι είναι αυτό το μπλουζάκι ρε Μπάμπη; Και κολλητό και ροζ πουστριλέ;
- Δεν είναι ροζ πουστριλέ ρε ανώμαλε. Ζαχαρί πουστριλέ είναι. - Σωστόστ τοτε. Πάω πάσο.
- Τα ρέστα.
- Δικαίωμα.

(από GATZMAN, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόσφυγας από Μικρά Ασία, και κατεπέκταση, αυτός που κατάγεται από τη Μικρά Ασία.

Χαλάλι και οι περιουσίες μας, με τις οποίες το ελληνικό κράτος –η γλυκιά «μητέρα-πατρίδα»– πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές. Εντάξει, λίγο την Ανταλλάξιμη Περιουσία μας έκλεψαν, λίγο μας πέταξαν στο υπόγειο ως τουρκόσπορους και αούτηδες. Αλλά δεν πειράζει. Έθνος μας είναι, αίμα μας! (απο το Indymedia)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια γυναίκα χάλια μαύρα.

Όσο να βαφτεί και να χτενιστεί καρακατσουλιό είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα πουτανέ και πονηρή συνάμα.

Είναι αυτή μια καρακαηδόνα! Ωχ μανούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καράπουτάνα: πιο πουτάνα και από τις πουτάνες (ο διπλός τονισμός της λέξης συνηθίζεται).
Καράπουταναριό: σόι γεμάτο καραπουτάνες (ή αλλιώς ακόμη πιο μεγενθυμένο: καράπουτανάρες).

- Ήμαρτον Χριστούλη μου! τί να περιμένει κανείς από το καράπουταναριό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τάχαμ σπουδαίος. Διατυπώνεται ειρωνικά ως «η αφεντομουτσουνάρα του» και αυτοσαρκαστικά ως «η αφεντομουτσουνάρα μου». Αντικαθιστά οπωσδήποτε το όνομα, όπως λέμε ο εξαποδώ, η επάρατος νόσος κ.λ.π.

Νομίζεις θα κάτσει να δουλέψει η αφεντομουτσουνάρα του; Ενώ εμείς οι πληβείοι τη βάψαμε...

Η αφεντομουτσουνάρα του. (από joe909, 30/09/11)...και η αφεντοτσουτσουνάρα του.  (από joe909, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χέστης φαντάρος ή γενικά στρατιωτικός, μάλλον λόγω του ωραίου μεν, εύθρυπτου δε.

Τί να περιμένει κανείς από έναν κουραμπιέ;

εορταστικόν (από Pirate Jenny, 11/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. το αποκριάτικο προσωπείο (μάσκα) είτε όμορφο είτε άσχημο

  2. μτφ. ο άσχημος άνθρωπος, συνήθως μακροπρόσωπος

Μμμ! θέλει και γκόμενα η μουτσούνα!

Got a better definition? Add it!

Published

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άτομα υπερεθνικιστικών απόψεων, μάλλον νεαρά σε ηλικία. Προσδίδεται τακτικά σε Χρυσαυγίτες και νεοναζί, αλλά όχι μόνον.

Ο όρος εμφανίσθηκε στη δεκαετία του '90 και παραμένει σε χρήση.

  1. Anyway, αν εξαιρέσουμε και κάτι τρελαμένα εθνίκια που χειροκροτούσαν σε κάθε δυνατή στιγμή, ήταν πολύ καλογυρισμένο. Αλλά φτωχό από άποψη πραγματικής ιστορίας και σπαρτιάτικης φιλοσοφίας... (Κριτική της ταινίας '300' από φόρουμ της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ Νομικής)

  2. Εθνίκια κουφάλες, έρχονται κρεμάλες (Σύνθημα αναρχικών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ισχνός, όπως το ψάρι τσίρος, άνθρωπος. Λέγεται και τσιροπούλι.

Πφ! δεν μ' αρέσει ο τσίρος! χάθηκε νάχει λίγη κοιλίτσα;

Κωνσταντίνος Τσίρος (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified