Συναντάται και ως φιρφιρίκος. Είναι ο φλώρος ή λάκηςή λαλάκης ή χλεχλές ή τσιχλιμπίχλης.
- Κοίτα γκόμενα που κυκλοφορεί ο φιρφιρής!
Συναντάται και ως φιρφιρίκος. Είναι ο φλώρος ή λάκηςή λαλάκης ή χλεχλές ή τσιχλιμπίχλης.
- Κοίτα γκόμενα που κυκλοφορεί ο φιρφιρής!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι ο φλώρος ή λάκης ή λαλάκης ή χλεχλές ή φιρφιρής. Αδικοχαμένη λέξη που της αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία!!
- Ο Κωστάκης λέει να την κάνουμε κοπάνα την τελευταία ωρα... - Κοίτα που μάγκεψε ρε και ο τσιχλιμπίχλης!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πιτσιρικάς που ενθουσιάζεται υπερβολικά και είναι συνέχεια στην τσίτα, λόγω της άγνοιας και των αντοχών της νεαρής του ηλικίας. Επίσης χρησιμοποιείται με τη μεταφορική του σημασία, ως χαρακτηρισμός για μεγαλύτερα άτομα που συμπεριφέρονται κατ'αυτόν τον τρόπο.
Επίσης λέγεται υποτιμητικά για άτομα μικρής/μικρότερης ηλικίας, με την έννοια του «μικρός και άπειρος».
- Ε ρε λύσσα οι καυλοπιτσιρικάδες, περίμεναν μέσα στον ήλιο από το μεσημέρι για να πιάσουν θέση μπροστά στους Iron Maiden!
- Έχω αγοράσει το «Dance of death» των Maiden σε βινύλιο, CD, κασσέτα, DVD και bootleg!
- Ξεκόλλα ρε μαλάκα Ρένο, ολόκληρος μαντράχαλος και τους τα ακουμπάς για την κάθε παπαριά σαν καυλοπιτσιρικάς!
- Γεμάτη καυλοπιτσιρικάδες είναι η Ίος να πούμε...
- Ναι... Βέβαια πριν από πέντε χρόνια που ήμασταν κι εμείς, δεν μας πείραζε...
- Πάει, πουρέψαμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πουρό που προσπαθεί να ντύνεται και να συμπεριφέρεται σαν καυλοπιτσιρικάς teenager και το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνεται γελοίος. Κάτι σαν τον Κωνσταντάρα στον «Τρελοπενηντάρη» δηλαδή...
- Κοίτα ποζεριές ο πουρέιντζερ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.
Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.
-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...
Got a better definition? Add it!
(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.
- Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!
- Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ βρώμικος και ατημέλητος.
- Πολύ μπίχλερμαν ο Χ , δεν κάνει μπάνιο ποτέ!
Βλ. και: ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Από το ουγκ ουγκ: ο πρωτόγονος, ο άξεστος, ο αγενής.
- Δες τον γκαούγκαλο πως τρώει με τα χέρια!
Got a better definition? Add it!
Ο αστυνομικός, όργανο της τάξης, υπερασπιστής της ασφάλειας των πολιτών και ανεκδιήγητο καθίκι. Σύντμηση του λαϊκού όρου μπάτσος ==> μπατσέος ==> τσέος.
- Μαλάκες σύρμα, σκάσανε οι τσέοι!
Got a better definition? Add it!
Ως παρτιτούρα , ορίζεται η γυναίκα που εμφανισιακά ακροβατεί ανάμεσα στα όρια του χαρακτηρισμού της πατούρας (στο εν λόγω site έχει καταχωρηθεί ως κατι θετικό, αλλά αντιθέτως υπάρχει και αρνητική σημασία δίνοντας έμφαση στο - μεγάλο ομολογουμένως - μέγεθος των οπισθίων ) και της πατσόλας.
(_!_) = regular ass (___!___) = fat ass
Σε σύγκριση όμως με τα παραπάνω λήμματα, η έννοια της παρτιτούρας δεν κάνει επίκληση μόνο στην εξωτερική της εμφάνιση, αλλά αντίθετα σκιαγραφεί και τις ενδόμυχες πτυχές του χαρακτήρα της. Δηλαδή ΘΕΛΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ, η απόλυτη παρτάκιας.
Συνοψίζοντας: χοντρό μπάζο που τα θέλει όλα για πάρτη της, δηλαδή:
ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ + ΠΑΤΟΥΡΑ = ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ
- Άκουσα ότι σε γουστάρει η Μαρία...
- Άσε ρε... Ποιος είναι να μπλέκει τώρα με την παλιοπαρτιτούρα... Τελειώσαν οι εκπτώσεις. Ας βρει αλλού θύμα!
Got a better definition? Add it!