Further tags

Ο βλάχος ο Έλλην που ζει και εργάζεται στην Γερμανία. Έχει πάρει την γερμανική κουλτούρα, και όταν επιστρέφει στην Ελλάδα το παίζει υπερόπτης με το μερσεντόνι του (γερμανικά νούμερα) και το σπίτι στη Γερμανία με δωρικούς ρυθμούς και συνήθως είναι ιδιοκτήτης γκρηκ εστιατορίων με κολώνες και ονομασίες όπως «Άρτεμις», «Αφροδίτη» κτλ κτλ.

Πόλυ λάζο (το ίδιο με βλαχοντόιτς) είναι αυτός!

Δες και λαζογερμανός, λαζοντόιτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιοκομματικός και φανατικός οπαδός του παλαιού ΠΑΣΟΚ.

Γουστάρει Αντρέα Παπανδρέου, Βασούλα, Τσοχατζόπουλοκ' έτσ'. Φοράει και πράσινη γραβάτα άμα λάχει (να 'ουμ').

Ο Δημήτρης είναι πασοκόσαυρος ολκής. Μην τολμήσεις και του θίξεις το μακαρίτη τον Πρόεδρο, σ' έφαγε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταπαιρνίδου (Δις ή Κα): Δεσποινίς ή Κυρία που «τα παίρνει» αδρά για την εκχώρηση οποιασδήποτε «υπηρεσίας» (συνοδείας, παρέας, σχέσης, συμβίωσης, γάμου) προς τον άνδρα. Ο άνδρας αυτός προκειμένου να απολαύσει οποιαδήποτε από αυτές τις υπηρεσίες αναγκάζεται να «τα δώσει» και ως εκ τούτου ονομάζεται «Ταχωνίδης».

Η Δις/Κα Ταπαιρνίδου μπορεί να εμφανιστεί και μόνη ψάχνοντας χορηγό, ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με τον Κο Ταχωνίδη (ενίοτε το σκέλος Ταχωνίδης είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος του ζεύγους, είναι βλαξ).

-Πήγαμε χθες στο Μέγαρο. Ήταν και η Κυρία Ταπαιρνίδου…
-Η Έρση; Με τον Λέων;
-Ναι ρε, κι ο Ταχωνίδης εκεί, μην λείψει από καμιά φωτογραφία…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταχωνίδης (Κος): Κύριος, γενναιόδωρος πληρώνων αδρώς σε χρήμα ή/και σε είδος την παρουσία μιας Δεσποινίδος ή Κυρίας δίπλα του σαν συνοδεία, παρέα, σχέση, συμβίωση ή σύζυγο. Η Δεσποινίς ή Κυρία ονομάζεται εξ ορισμού Ταπαιρνίδου.

Ο Ταχωνίδης μπορεί να εμφανιστεί και μόνος ψάχνοντας να χορηγήσει ενώ ως ζεύγος απαντάται μόνο με την Ταπαιρνίδου (ενίοτε το σκέλος Ταπαιρνίδου είναι κρυφό αν το επίσημο σκέλος είναι άσχημο, χοντρό και απαίσιο).

-Ρε, μαλάκα Ταχωνίδη, θα σου τα φάει όλα ρε μαλάκα.
-Τι να κάνω ρε συ, αφού με γουστάρει η γκόμενα.
-Τι σε γουστάρει η Ταπαιρνίδου, ρε ζώον! Το πορτοφόλι σου γουστάρει πούναι χοντρό σαν την κοιλιά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπήχτης. Λεξιπλασία που βασίζεται στο σπρώχνω και στο πρώκτωρ. Υπάρχει και βορειοελλαδίτικη εκδοχή: ζμπρώκτωρ.

Ήρθε κι ο σπρώκτωρ της να πουλήσει μούρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωκτάρης, πρωκτάρα: Μπούστης που είναι πρωτάρης στο σεξ.

Υπάρχει και το θηλυκό πρωκτάρα, που είναι η κοπελιά που τον παίρνει από πίσω για πρώτη της φορά.

  1. - Μίλτο μου, είμαι πρωκτάρης, γι' αυτό με το μαλακό!

  2. - Γιώργο μου, είμαι πρωκτάρα, δεν τον έχω δώσει αλλού, να το ξέρεις. Μόνο για σένα το κάνω, αλλά πρώτη και τελευταία. Εντάξει Γιωργάκη μου;
    - Καλά, καλά, φά' τον τώρα και βλέπουμε. (της τόνε βάζει) - Μωρή, εδώ μέσα χάνεις καρπούζι ολόκληρο. Τι πρωκτάρα και μαλακίες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο εξόχου γκαντεμιάς, κωλοκατάστασης και εν γένει ανεπιθύμητων εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα και τομείς (π.χ. σχέσεις, εργασία, στρατό, τροχαίες παραβάσεις καιτελειωμόδενέχει...)

Εβραίος χρησιμοποιείται στο στρατό για φαντάρους μουλτιπιπωμένους, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει στα καλά καθούμενα, απροειδοποίητα και καθ'εξακολούθηση.

Να μην συγχέεται με τον Μητσοτάκη, σπανίως η γκαντεμιά του τσιμπουκομαγνήτη φέρει παράπλευρες απώλειες, είναι επί το πλείστον αυτοκαταστροφική.

Αντίθετο του κωλόφαρδου!

  1. - Τί'ν'αυτός ο Λάκης ρε, δέκα αυτοκίνητα παρκαρισμένα παράνομα, μόνο το δικό του έγραψε η τροχαία.
    - Τσιμπουκομαγνήτης, λέμε, τσε βάλε!

  2. - Πάλι τιμωρημένος ο Καραμήτρος; Τί έγινε;
    - Τι να γίνει, κοιμόταν στο σκοπέτο.
    - Από πίπα σε πίπα τον πάει ή μου φαίνεται;
    - Έλα ρε, διάσημος τσιμπουκομαγνήτης το παλουκάρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από τη σύζευξη των λέξεων λιώμα (σε κατάσταση βαριάς μέθης) και του Λουμίδη, γνωστής εταιρείας παραγωγής καφέ.

Αποδίδεται σε άτομα που κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και για τα οποία καθίσταται απαραίτητη η άμεση κατάποση του.

  1. - Τι έγινε ρε χθες πόσο ήπιατε πια;
    - Άστα ρε γύρισα σπίτι λιωμίδης, δεν έβλεπα μπροστά μου πάλι. Ευτυχως μού' φτιαξε η Μαρία φραπέ και συνήλθα.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα Νίκο το' χεις ένα πότο στο στέκι;.
    - Ναι μέσα, άλλα μη γίνουμε λιωμίδηδηδες παλι όμως ε;
    - Ναι ρε μην ανησυχείς, σήμερα λευκό και ποίηση.

  3. - Χθες μού' δωσε ο Αλέξης από το ποτό του και έγινα λιομίδης ρε με δυο γουλιές.
    - Ε ναι ο Αλέξης τον έχει χτίσει το Λουμίδη

Βλ. και λιουμίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχαναγκαστική τάση κάποιου για συνεχές άραγμα σε σαιζ-λονγκ, με τα πόδια ορθάνοιχτα, φορώντας ένα σορτσάκι και βυθιζόμενος σε βαθιά κατάθλιψη καθώς αναλογίζεται τις δυστυχίες και κακουχίες που υφίστανται τα δύσμοιρα ανθρωπάκια του Τρίτου Κόσμου. Οι σκέψεις αυτές τον οδηγούν στην κατάθλιψη και καταφεύγει σε απανωτές φραπεδιές, ουίσκια, βότκες, παγωτά, ξύσιμο των αχαμνών του σε βαθμό νευρικού τικ, κι άλλα πολλά.

Οι ψυχολόγοι προτείνουν ως θεραπεία την ρίψη του ασθενούς στην παράπλευρη πισίνα, αφού προηγουμένως έχεις αδειάσει το νερό της• στη συνέχεια πετάς τ' απομεινάρια του και τον σ' ένα ενυδρείο με σκυλόψαρα. Η θεραπεία έχει μόνιμα αποτελέσματα, μετατρέποντας τον ασθενή από αρχιδοξεκουράστρα σε κωλοπιλάλα.

  1. - Σήκω μωρή αρχιδοξεκουράστρα κι έλα να με βοηθήσεις στη μετακόμιση.
    - Δε μπορώ έχω σοβαρή εργασία.
    - Τι σοβαρή εργασία έχεις εσύ ρε μουνόψειρα;
    - Αυτό ακριβώς που είπες, έχω αρπάξει μουνόψειρες κι όλο τα ξύνω.

  2. - Μωρή αρχιδοξεκουράστρα σήκω και κάνε κάτι επιτέλους. Αράχνες έχει πιάσει ο κώλος σου έτσι αραχτός που είσαι συνέχεια.
    - Γι' αυτό δε σηκώνομαι, δε θέλω να χαλάσω τις φωλίτσες τους. Είμαι πολύ ζωόφιλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία με βάση το Τρίκαλο και την καύλα. Λέγεται για επαρχιώτικο καυλοράπανο, που μιλάει άμα λάχει και με λίγο βλάχικη προφορά και που ζει σε κάποια ξεχασμένη επαρχία, αλλά που άμα πας μαζί της δεν θα την ξεχάσεις ποτέ(ς)!

- Βγήκαμε χτες με τη Ρίτα και έφερε μαζί της και μια φίλη της από την Άνω Ανασουμπίτσα, που τη λέγανε Αστέρω.
- Βλέπω χαμογελάς πονηρά... Ήτανε καλό;
- Τρίκαυλο σου λέω! Το ίδιο βράδυ της πήρα το κινητό και σε λίγες ώρες βρεθήκαμε μπρουμυτανάσκελα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified