Further tags

Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».

Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρακαδόρος τσιγάρων.

- Αυτός καπνίζει μάρκα «Απόλλων».

Σχετικό: τράκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει καεί από τα ναρκωτικά κυρίως. Επίσης το χρησιμοποιούμε και για άτομα που τα σπάνε στο πάρτυ.

  1. Έλα μωρή καΐλα.

  2. Καλά ο Μπάμπης είναι μεγάλη καΐλα... Άκουσα ότι έβαλε χρυσά ρουθούνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνθηματικό για τα υπνωτικά χάπια hypnostedon, χρησιμοποιούμενο από λάτρεις του σπορ.

  2. Τεμπελχανάς, πολύ αργός τύπος.

  1. - Πήγα Ομόνοια και πήρα 5 ύπνους.
    - Ωραίοος.

  2. - Άντε ρε ύπνε φέρε αυτές τις κούτες να τελειώνουμε, μια ώρα κάθεσαι και τις κοιτάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστούρης ή μεθύστακας. Μεταφορικά, αυτός που λέει ή κάνει παλαβομάρες, ή που είναι εθισμένος με κάτι.

  1. Ρε καμένε πάλι στον υπολογιστή είσαι; Βγες λίγο!

  2. - «Ροζ δελφίνια πετάνε στο έδαφος της αμφιβολίας».
    - Τι λέει πάλι ο καμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το παίζει το πιο γερό ποτήρι. Σε παραλληλία με το τρελάκιας.

Πιέτε ποτά ρεεε... α ρε ποτάκηδες...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαστουρωμένος, συνήθως από βρομά, ή και ο μεθυσμένος.

- Άσε μαλάκα, τρεις μέρες κλασμένος ήμουν από το πάρτυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστουρωμένος που δεν έχει επαφή με το περιβάλλον. Βρίσκεται ένα βήμα πριν τον θάνατο και ένα βήμα μετά τον κλασμένο.

Καλά ήταν στο πάρτυ, αλλά όταν ήπιαμε και το βρομά με βρήκανε χεσμένο στο μπάνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει γίνει λιώμα στο μεθύσι.

Ο Γιώργης έγινε κουρούμπελο απόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρεζάκι.

- Τσεκάρισε τον κόμη τζάνκουλα, σέρνεται το λείψανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified