Further tags

πουτανέλι (το): Χαρακτηρισμός για τη μικρόσωμη γυναίκα που είναι και πιθανότατα νέα. Βασικός χαρακτηρισμός είναι η κουτοπονηριά έκδηλη και στο ύφος της. Εμφανώς της λείπει η εμπειρία για να το παίξει κυριλέ πουτάνα. Τα προκλητικά άγουστα ρούχα είναι κυρίως αξεσουάρ. Η τσίχλα δευτερεύον.

Το λήμμα προφανές: πουτάνα.

.

- Ρε την είδες την κόρη της γειτόνισσας πως ήταν ντυμένη;; - Ναι εντελώς πουτανέλι !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουλτουριάρης (λέμε τώρα) ομοφυλόφιλος.
Λογοπαίγνιο με το επώνυμο του γνωστού ροκ (λέμε τώρα) έντεχνου μουσικοσυνθέτη Νίκου Πορτοκάλογλου και των λέξεων πρωκτός κατά το επιστημονικότερον και κώλος κατά το νεοελληνικότερον.

Ο Πρωκτοκώλογλου διαφέρει σημαντικά από τον κοινό gay πανελίστα που είναι μέλος στο fun club της Γιουροβίζιον. Ευδοκιμεί σε συναυλίες του Αλκίνοου Ιωαννίδη, ουρλιάζοντας τους στίχους των τραγουδιών, ενίοτε είναι πιο ευαίσθητος από τον κοινό πούστ καθότι γράφει και ποίηση.

- Άσε ρε φίλε τι έπαθα ... πήγα να δω τον Μάλαμα χτες βράδυ και τι έγινε;
- Τί ρε μλκ;
- Όλο το βράδυ ήταν δίπλα μου ένας Πρωκτοκώλογλου και με κοίταζε με νόημα τραγουδώντας!

Πρώτο σύμπτωμα τα ναμεπροσεχάδικα (από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ χαρντ κορ υποτιμητικός χαρακτηρισμός για μια παρτόλα ή τρύπα. Η γκόμενα που είναι μόνο για τον πούτσο (με την κυριολεκτική έννοια), ούτε καν πουτάνα δηλαδή.

Από τις λέξεις σπέρμα + κανάτα.

- Τι λέει το γκομενάκι;
- Για σπερματοκανάτα, καλή είναι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τη βρίσκει με πουτσοσκάμπιλα, είτε να τα δίνει, ή να τα παίρνει...

Επίσης γαμοσκαμπιλιάρης.

- Καλώς τον Τάκη μας τον πουτσοσκαμπιλιάρηηηη.... - Ρε λακαμά, μια φορά είπα κάτι και το κάναμε θέμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει ψωλιές, δηλαδή ανυπόστατες φήμες ή ψέμματα, είτε για να σπάσει πλάκα, είτε για να περιαυτολογήσει.

- Καλά αυτός ο Σπύρος είναι μεγάλος ψωλέμπορας.
- Ναι, άσ' τα να πάνε, σε λίγο θα μας πει ότι γάμησε και τριψήφιο αριθμό.

Βλ. και αρχιδέμπορας, φιδέμπορας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Μη υπαρκτό υποτιμητικό επώνυμο, επινοημένο για να δηλώσει έναν τυχαίο άνθρωπο, έναν ανθυποτίποτα, ο οποίος εκτός του ανυπάρκτού του είναι και βρωμερός μέσα κι έξω, βρωμά σκορδίλες ο πούτσος του, αχ τι ωραία, τύφλα να 'χει η αρχιδίλα ή η μουνίλα ή το τυρί...

Ένας ασήμαντος γελοίος βρωμερός φανταστικός ανθρωπάκος δηλαδή, το όνομα του οποίου βάζουμε για παράδειγμα όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε έναν μαλάκα (για να μην πούμε το πραγματικό όνομα του μαλάκα, επίσης).

Η κυρία Σκορδοπούτσογλου είναι η σύζυγος ή θυγατέρα του.

Όλοι αυτοί βέβαια έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και συνήθως μας κάνουν τη ζωή αφόρητη.

Ο γούγλης το δίνει και σαν ...υπαρκτό πρόσωπο στο φατσοβιβλίο και δη πάνω από 1 φορά, στη μία μάλιστα έχει στη φωτό τον Βέγγο.

  1. Η απορία που μου δημιουργήθηκε εξ αρχής ήταν τι γίνεται στην περίπτωση που εγώ δε γουστάρω ρε παιδιά να το βαπτίσω το παιδί. Πέρα βέβαια από το ότι θα καταλήξουμε οικογενειακώς στο πυρ το εξώτερον, το όνομα του γιού μου θα είναι εις τον αιώνα τον άπαντα για τους δυσκοίλιους γραφειοκράτες «Αβάπτιστος Σκορδοπούτσογλου».

  2. Κρεμιδομπίχτης Σκορδοπούτσογλου είναι το ονομά μου
    παρθένα μασχαλόβρωμα είναι τ' άρωμά μου.

  3. Τα πράματα έχουν ως εξής... εργάζομαι στο εκτελωνιστικό γραφείο του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος μου χρωστάει κάποια χρήματα. Βέβαια ο κ. Σκορδοπούτσογλου δεν είναι το πραγματικό αφεντικό, ασχέτως που το γραφείο είναι στο όνομα του. Big Boss είναι ο κ. Πιστόλας, αλλά λόγω συνταξιοδότησης έχει γράψει την εταιρεία στο όνομα του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος στην ουσία είναι υπάλληλος κι αυτός. Αν καταφύγω στην επιθεώρηση εργασίας, η καταγγελία θα πάει στο όνομα του Σκορδ., κάτι που δεν το θέλω, γιατί διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο αρμόδιος για να με τακτοποιήσει οικονομικά. Υπάρχει τρόπος να μπλέξω τον κ. Πιστόλα στην όλη διαδικασία της καταγγελίας ή να αρχίσω να κλαίω τα λεφτά που μου χρωστάνε.
    Τα ονόματα είναι τυχαία.

-από το νέτι γενικά-

  1. από το νέτι ειδικά, λήμμα χαριτωμενιά του ατσεγκέ...:
    Ξαφνικά λοιπόν, εκεί που την έχω πέσει στην ξαπλώστρα και διαβάζω το βιβλίο μου και είμαι μιά χαρά χαρούλα, έρχεται ο παπαρολεβιές ο Σκορδοπούτσογλου και μου πετάει ένα ποτήρι παγωμένο νερό και γίνεται το βιβλίο μουνί καπέλο. Έτσι για χαριτωμενιά... Είπα να τον δείρω θα κλαίει, να τον γαμήσω θα θέλει κι άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που κατά βάση χρησιμοποιείται για κάποιον που παρ' ότι ο mainstream πληθυσμός -σε οποιοδήποτε stream (ρεύμα)- τον θεωρεί επιτυχημένο, κατά τ' άλλα οι απόψεις / μέθοδοι / πράξεις του θεωρούνται από κόσμο και κοσμάκη ως λανθασμένες / υπερβολικές / γενικά καταστροφικές ως προς την αυθεντική ιδέα με την οποία ασχολείται ο εν λόγω κύριος.

(πατέρας-τέρας σαν να λέμε).

Φυσικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εντελώς ειρωνικά, για κάποιον που είναι κατά γενική ομολογία εντελώς άμπαλος σ' αυτό που κάνει, όπως επίσης και σε πιο στενό κύκλο, πχ για χαβαλέ μεταξύ φίλων, χωρίς δηλαδή να αφορά κάποιο διάσημο πρόσωπο.

Παραπλήσια έκφραση: «με τον <τάδε> είμαστε μια οικογένεια, γιατί μας έχει γαμήσει τη μάνα!»

  1. - Ρε μαλάκα, άκουσες το νέο κομμάτι του Τιέστο; Τρομερή μουσικάρα ρε! Μιλάμε ο τύπος έχει πάει την ηλεκτρονική μουσική σε άλλο επίπεδο!
    - Ναι ρε, αφού πλέον τον λένε «πατέρα της ηλεκτρονικής μουσικής»...
    - Ναι ε;
    - Ε ναι, αφού της έχει γαμήσει τη μάνα!

  2. - Καλά ε, βλέπω κάθε μέρα αυτή την εκπομπή μαγειρικής με τον Ευτύχη Μπλέτσα. Ωραίος τυπάκος...
    - Μμμ, αφού πλέον τον λένε «πατέρα της μαγειρικής».
    - Ναι ε;
    - Ε ναι, αφού της έχει γαμήσει τη μάνα!

  3. - Χθες που λες, είδα μία παλιά δραματική ταινία, «το κορίτσι του μπαρ» με τον Φλωρινιώτη. Πολύ καλός ηθοποιός ήτανε ρε, μαλακία που δεν έκανε άλλες ταινίες...
    - Δεν έχεις κι άδικο, αφού κάποτε τον έλεγαν «πατέρα της υποκριτικής»...
    - Ναι ε;
    - Ε ναι, αφού της είχε γαμήσει τη μάνα!

  4. - Ω ρε μάγκα, πολύ ωραία στη δουλειά σήμερα... Δεν ξέρω ρε φίλε, μ' αρέσει να δουλέψω γι' αυτόν τον διευθυντή, κι ας παίρνει 3 χιλιάρικα για να κάθεται ενώ εγώ τρέχω. Είναι πολύ κουλ τύπος.
    - Ναι, κι εμείς στο γραφείο είμαστε μια οικογένεια με τον ρέτζιοναλ μάνατζερ...
    - Ναι ε;
    - Ε ναι, αφού μας έχει γαμήσει τη μάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρούσα έκφραση φέρει την ανάγκη μιας απάντησης σε όσους θεωρούν ότι μπορούν με το πρόσχημα της αναγκαιότητας να αναγκάζουν τους άλλους να βρεθούν σε άβολες καταστάσεις.

Αν νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις αυτό που νομίζεις, κόψε τον εγωισμό σου για να σου φύγουν οι αυταπάτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκεπτόμενος με το κάτω κεφάλι.

Μα καλά, ψωλόμυαλος είσαι μωρέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμιάς, πολύ υποτιμητικά όμως. Λέγεται κυρίως από γυναίκες. Είναι μια απαίσια λέξη που βοηθά τα μάλα στην εν λόγω υποτίμηση.

Από το πηδάω.

- Πώς σου φαίνεται ο γκόμενος της Καίτης;
- Μμμμμμμ, σιγά και τον πηδιά, που μας κορδώνεται αυτή όλη μέρα...

Got a better definition? Add it!

Published