Επίκτητο αποτέτοιο, συγγενές με τον «ελληναρά», τον «ελληνάρα», το «ελληναριό». -
Ομού με τους ιμιόκαυλους, τους μπαλωθόκαυλους, τους στρατόκαυλους, τους αρχαιόκαυλους σχηματίζουν την δεξαμενή των πύρκαυλων (όχι αλίμονο με την έννοια των σεκσουαλικώς διακεκαυμένων), όπου πατριδοκάπηλοι ελλαδέμποροι ψαρεύουν με απόλαυση, σε θολά νερά.
Ενδιαίτημά τους (habitat) είναι το ελλημπάν, το ΕΛΛΑΔΙCΤΑΝ, η Λαϊκή Θεοκρατία του ΕΛΛΑΔΙCΤΑΝ, στην ευρύτερη γεωπολιτικά περιοχή του ΒΥΖΑΝΤΙCΤΑΝ/ ΟΡΘΟΔΟΞΙCTAN/ COBIETIA, όπου με το στανιό θα προσκυνάμε όλοι το ξανθόν ΓΕΝΟC και τον πουτινιάρη άμα και μαφιόζο Βλαδίμηρο. (Ο άλλος Βλαδίμηρος -σύννεφο με παντελόνια από καιρό τώρα – θα αυτοκτονεί αενάως).

Οι ελληνόκαβλοι θεωρούν ότι έχουν το ευρωπέος να σταθούν στην πολιτισμένη Δύση με τσαμπουκά και χωρίς πέη as you talk, κάνοντας ότι δεν τους αφορά το παγκοσμίως αποδεκτό νο πέη, νο πλέι, εξαπολύοντας πέη μπλου και πέη πουά δεξιά κι αριστερά, κι ενώ η ελληνική οικονομία paraπέη.

1.
«Η Ελλαδα εχει ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΜΗΔΕΝ (ρε Σοϊμπλε)»
-255 ΕΧΟΥΝ ΣΚΟΤΩΘΕΙ ΕΠΙ Ο.Α. ΕΛΛΗΝΟΚΑΒΛΟ ΓΙΔΙ!

2.
Ο ελληνοκαβλος Ρεχάγκελ, ο Ηρακλάρας της Συγχρονης Μυθολογίας, ερχεται για το promotion της Ελληνογερμανικής Συνελευσης. Για Businesses!

3.
Εσύ τι είσαι παλι ... εννοώ είσαι επίσημο ακάου πχ ΑΝΕΛ ή ΧΑ; Ή σκέτο ελληνόκαυλος;

Ελληνάρας, ελληνόψυχος, ελληνόκαυλος, ελληνομαλάκας. Τι είμαι; #eimai_FASISTAS

Είμαι απ αυτούς που δε θα φύγουν και που αποφάσισαν να μείνουν εδώ, ότι κι αν γίνει. Δεν είμ' ελληνόκαυλος, αλλά δε μ'αρέσει η φυγή στα δύσκολα.

4.
πρέπει να το παραδεχτώ πάντως, όλοι οι ελληνόκαυλοι γράφουν μόνο κεφαλαία, πιστοί στα Κλασσικά αρχαία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον ελληνικό πρωταθλητισμό και δη στις Ολυμπιάδες. Μετά τον κλαυσίγελω για την ρόδα, τσάντα και κοπάνα του Κώστα Κεντέρη- Σταμάτη Γαρδέλη και της Κατερίνας Θάνου - Σοφίας Αλιμπέρτη, το 2004 από το Ολυμπιακό χωριό και το θρίλερ με το ατύχημα και το ΚΑΤ, όπου όντως είχαμε και ρόδα και κοπάνα, και ντόπα!

Γενικά, παίζεται ένα κρυφτούλι από πολλούς Έλληνες (και όχι μόνο) αθλητές από τους ελεγκτές, απλώς με τους Έλληνες αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο είναι πιο διασκεδαστικό, γιατί εδώ οι ολυμπιακές πρωτιές λειτουργούν ως εθνοστεντόν, λ.χ. με Χαλκιά ή με το τημ του Ιακώβου. Και όλοι (σχεδόν) οι φορείς συμπεριλαμβανομένου του κράτους και των πολιτικών αρμοδίων χειρίζονται το θέμα με την ίδια ελαφρύτητα και χαβαλέ αλά Γαρδέλη και Αλιμπέρτη.

(Από βλόγιον, παραθέτω εν εκτάσει, λόγω ενδιαφέροντος):
Ρόδα, Ντόπα και Κοπάνα
Πέρα από όλα αυτά όμως ενδιαφέρον σε αυτούς τους ολυμπιακούς είχε η μερική αποκάλυψη της έκτασης του ντοπαρίσματος σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Λέω «σε επίπεδο πρωταθλητισμού» γιατί η ντόπα είναι τόσο διαδεδομένη σε όλες τις ηλικίες αθλουμένων, που αν ψάξει κανείς σοβαρά θα την βρει ακόμα και σε επίπεδο π.χ. τοπικών πρωταθλημάτων τένις εφήβων. Η υπόθεση αυτή είναι δύσκολο να πάρει έκταση, βέβαια, χωρίς να οδηγήσει σε κατάρρευση ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνικού - και βέβαια και του παγκόσμιου - αθλητισμού.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Προσωπικά δεν με πειράζει αν ο τάδε ή ο δείνα αθλητής ντοπάρεται. Με ενοχλεί η υποκρισία του να λέει ότι είναι καθαρός/η ενώ ντοπάρεται και να ομνύει στο Ολυμπιακό πνεύμα και στα «Ελληνικά ιδεώδη» ή σε κάτι εξίσου ασυνάρτητο. Το παραμύθι και το παραμύθιασμα με ενοχλεί. Και με ενοχλεί γιατί αν γινόταν δύο παράλληλοι Ολυμπιακοί οι μεν με καθαρούς και οι άλλοι με ντοπαρισμένους, οι δεύτεροι θα συγκέντρωναν το είδος του αρρωστημένου ενδιαφέροντος που συγκεντρώνει η γενειοφόρος γυναίκα και το παιδί με τα τρία χέρια, αλλά ο κόσμος θα παρακολουθούσε με πραγματικό ενδιαφέρον τους πρώτους, παρότι ο Ολυμπιονίκης στα 100 θα έκανε 10.10 και όχι 9.80. Γενικώς προτιμούσα τους Ολυμπιονίκες όταν δουλεύαν σε πραγματικές δουλειές και έκαναν αθλητισμό από μεράκι (όπως, ειρήσθω εν παρόδω, οι δύο Έλληνες καταδύτες που πήραν το χρυσό).

Στην περίπτωση της Ελλάδας η κυριαρχία της ντόπας ήταν πολιτική επιλογή συσχετισμένη με την προσπάθεια ανάληψης των Ολυμπιακών (τόσο το 96 όσο και το 04), η οποία οδήγησε σε ένα πρωτότυπο μοντέλο ντοπαρίσματος που συνδύαζε δημιουργικά την Ανατολικογερμανική κρατική παρέμβαση, με την Αμερικάνικου τύπου διαφημιστικής υποστήριξη.

Ρόδα, ντόπα και κοπάνα! (από Hank, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified