Further tags

Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που δεν μας αρέσει η δεν συμφωνούμε. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια από καθημερινές στιγμές μέχρι ακραίες όπου μπορείς να πεις ότι ταυτίζεται με το το μαλακία και το για τον πούτσο.

Από το Φούτσιν > Φου-τσιν > τσιν.

  1. - Η συμπεριφορά του Νίκου είναι απαράδεκτη, είναι εντελώς τσιν!

  2. - Πω πω μαλακίες μας έλεγε ο Πάνος για την κρεπερί, τσιν η κρέπα!

  3. - Η μουσική σε αυτό το club είναι τσιν... (= Η μουσική δεν είναι του γούστου μου ή είναι άθλια...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρακμή, αλλά και ο παρακμιακός, -ή, -ό. Από την γαλλική λέξη décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς» (παρεμπιπτόντως: οι dead can dance παίζουν με την προφορά της λέξης αυτής). Το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους, μουσική.

  1. Είδα την Ράνια χθες. Χάλι. Ήταν υπερβολικά βαμμένη, ντυμένη σαν τρεντάκι ενώ έχει κλείσει τα πενήντα, την έπινε χαλαρά όλη την ώρα και δεν ήξερε πού πατούσε όταν σηκωθήκαμε, άσε που μιλούσε φωναχτά και έλεγε κάτι μαλακίες... Γάμησέ τα, πολύ ντέκα...

  2. Με πήγε να φάμε σε ένα εστιατόριο μες στη ντέκα. Ψευτοχρυσές πλαστικές καρέκλες, συνθετικά τραπεζομάντηλα, μουσική να κόβεις τις φλέβες σου, τα 'παιξα και δεν μπορούσα να φύγω, ήμασταν οι δυο μας μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι εντελώς απίστευτο, κουφό, άκυρο, καμένο.

  1. Χάχαχα!! Ρε μαλάκα, δεν υπάρχει αυτό το ανέκδοτο που είπες!!

  2. Τι καμένη ταινία! Δεν υπάρχει, μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεκάνη της τουαλέτας.

- Πού πήγε ο Δημήτρης; - Τον πείραξε το σουβλάκι που έφαγε και τώρα είναι στη χέστρα.

Καζανάκι απαραιτήτως - θα μας γαμήσει όλους ο Σπύρος. (;) (από Galadriel, 23/02/09)(από vip, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προσποιητό, το και καλά, το κατα φαντασίαν.

Λέξη τουρκικής προελεύσεως.

Ήρθε χθες και μας τό 'παιζε ντεμέκ άρρωστος, ότι δε μπορεί λέει να έρθει για δουλειά γιατί έχει πυρετό! Ο ρεμπεσκές!

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως από ηλικίες 14-18 για να δηλώσει μια ξενέρωτη κατάσταση.

Νατάσα: Ο Γιώργος μου 'φερε μια ανθοδέσμη χθες βράδυ που 'λεγε «σ' αγαπώ μωρώ μου θέλω να μαστε μαζί για πάντα!».

Αννα: Και τα 'χετε μονο 1 βδομάδα; Ξενέεεεεεεεεε!!!

Αφρικανέ Αφρικανέ, μου φαίνεσαι πολύ ξενέ! (από Khan, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Για τον πούτσο, άχρηστο.

Τι κινητό είναι αυτό που δεν έχει ούτε κάμερα, για τον πέουλα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε είναι χάλια ποιοτικώς.

- Ωραία η ταινία που είδατε χτες;
- Μπααα... τρελή πίπα!! Μην κάνεις τον κόπο να τη δεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified