Ο «ανακατεμένος με Τούρκους», παρόμοιο με τα τουρκόσπορος και τουρκόπιασμα. Πρόκειται δηλαδή για βρισιά για κάποιον που έχει καταγωγή από τόπο, όπου πλειοψηφούν οι Τούρκοι ή είναι τουρκοκρατούμενος, και κατ' επέκταση, κατά την ρατσιστική- υβριστική εκδοχή όσων χρησιμοποιούν την έκφραση, είναι αμφίβολη η ελληνικότητα και το ήθος του. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάποιον που υποστηρίζει τους Τούρκους. Η λέξη είναι παλιά και την βρίσκουμε μεταξύ άλλων και στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Φίλε αγανακτισμένε,
η είσαι Τουρκόπιασμα η είσαι Τουρκανάκατος.
Αντε να κάνεις κανένα DNA test μήπως χρειασθεί να φορέσεις κανένα φεσι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Εβραίος, ο αβάπτιστος, εις την ρατσιστικήν.

- Οι αλάδωτοι κυβερνούν συνωμοτικά τον κόσμο!
- Ξεκόλλα ρε, το πολύ το raus-raus το βαριέται και ο Klaus!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι οπαδοί του Άρη στη Θεσσαλονίκη.

Πάλι θα οργώσουν τα γήπεδα της β΄εθνικής οι βουλγαροεβραίοι.

(από Vrastaman, 10/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.

- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified