Η συγκεκριμένη λέξη συντάσσεται στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων χρήσης της, με το ρήμα κάνω (σε διάφορα πρόσωπα και χρόνους) και μία εκ των αντωνυμιών μου, σου, του και τους. (π.χ. κάνω τις ψακτικές μου)

Όσον αφορά το πού τη χρησιμοποιούμε...

Γενικά, κάνω τις ψακτικές μου για να βρω κάτι ή κάποιον. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ιδού κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις χρήσης της:

α) Για εύρεση ανθρώπων:
Κυρίως χρησιμοποιείται από κάποιον ή κάποιους που ψάχνουν άτομα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (π.χ. οπαδούς ομάδων, μέλη κομμάτων κτλ) και συνήθως με κακό σκοπό. Κλασσικά, ψακτικές κάνουν οι μπάτσοι για να συλλάβουν μέλη διαφόρων μειονοτήτων. (Αλλοδαπούς,«κουκουλοφόρους» -επίκαιρο- και λοιπούς «επικίνδυνους τύπους»).

β) Για εύρεση αντικειμένων:
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάποιος κάνει τις ψακτικές του, προκειμένου να βρει κάτι που έχει χάσει ή για να εντοπίσει πιο προϊόν είναι το καταλληλότερο για αγορά.

γ) Για εύρεση πολιτικών, θρησκεύτικων, υπαρξιακών και λοιπών πεποιθήσεων: Αυτού του είδους οι ψακτικές αφορούν τις έρευνες που κάνουν κυρίως νέα άτομα για να ορίσουν πού κλίνουν όσον αφορά τα παραπάνω, άλλα και άλλα ζητήματα.

Τα παραδείγματα, νομίζω, λύνουν οποιαδήποτε απορία.

- Και φυσικά την αστυνομία και τον τρόπο που λειτουργεί την ξέρουμε, δεν τη μάθαμε τώρα. Και φυσικά τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στη μεθοδολογία τους. Θα συνεχίσουν να κάνουν ψακτικές στη μέση του δρόμου σε ανθρώπους που είναι 'ύποπτοι'. (theintvduals.wordpress.com)

- Οι «ψακτικές» μου με οδηγήσανε στις Sony και ειδικά στις 40W και 40V 3000 (για τις Χ ξεφεύγει πολύ το θέμα δυστυχώς) και είδα και μερικές Philips που μου άρεσαν καθώς είδα ότι έχουνε μικρότερο χρόνο ανταπόκρισης αλλά και επειδή έχω πολύ καλή εμπειρία με την συγκεκριμένη μάρκα. Το ambilight δεν ξέρω πόσο προσθέτει στην εμπειρία ενός παιχνιδιού αν έχει κάποιος προσωπική εμπειρία ευπρόσδεκτη η παράθεσή της εννοείται. (http://avclub.gr/forum/archive/index.php/t-16996.html)

- Και εγώ συμφωνώ ότι η εκκλησία έχει καταντήσει επιχείρηση κτλ κλτ αλλά πάλι και εσείς ή όποιος τέλος πάντων λέγεται άθεος, διαχωρίστε επιτέλους ότι άλλο πίστη και άλλο -πάω κάθε Κυριακή εκκλησία και κάθε καλοκαίρι στην Τήνο και παίρνω ό,τι έχει γραφτεί σε γραφές κυριολεκτικά-. Κοινώς μη χώνουμε τους θεούσους/σες που θέλουν να επιβάλλουν την «πίστη» τους και αυτούς που πιστεύουν, έχοντας όμως κάνει πρώτα τις ψακτικές τους, στο ίδιο τσουβάλι. (http://www.insomnia.gr/forum)

(από xalikoutis, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μόνο για τις γάτες και είναι ο ήχος που βγάζουν (με κάποιον άγνωστο μέχρι τώρα τρόπο) από το σώμα τους, μέσω της μύτης τους, όταν τις χαϊδεύεις ή όταν γενικά είναι ευτυχισμένες και χαλαρές. Το κάνουν όμως και σε πολύ δύσκολες στιγμές, όταν είναι πονεμένες ή ετοιμοθάνατες, πράγμα ιδιαίτερα σπαρακτικό, μπορώ να σας πω. Το κάνουν επίσης οι θηλυκές γάτες όταν θηλάζουν και περιποιούνται τα μικρά τους. Ο ήχος αυτός, μαζί με την ελαφρά δόνηση που τον ακολουθεί, λειτουργεί καταπραϋντικά, και για τις ίδιες (επενεργεί ως αγχολυτικό), αλλά και για τον άνθρωπο που τις έχει στην αγκαλιά του, στα πόδια του, στο κρεβάτι του, πάνω στο σώμα του γενικά.

Πολύ σπανιότερα λέγεται και «ρονρονίζω», από την γαλλική (για τις γάτες πάλι) ονοματοποιία «ron ron» (ρ. ronronner). Επίσης λέμε «γουργουρίζω», αλλά έτσι συγχέεται με τον ήχο που βγάζει το στομάχι μας όταν πεινάμε ή έχουμε καούρες.

Ο ήχος λέγεται «χουρχούρ».

Σήμερα η γάτα μου κρύωνε και δεν ξεκόλλησε από πάνω μου, όλη μέρα ήθελε αγκαλιά και χουρχούριζε.

αυτοί είναι άντρες! (από ironick, 04/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Τρώω γρήγορα και συνήθως σε μεγάλες ποσότητες, καταβροχθίζω. Συνώνυμα: περιδρομιάζω, γουρουνιάζω (χρησιμοποιείται συνήθως από διαιτομανικές γκόμενες), τρώω τον περίδρομο/άμπακα/αγλέουρα, τρώω σαν ζώο.

  1. Bλέπω όλους αυτούς στις διαφημίσεις για παγωτά και τσιπς, να τα χλαπακιάζουν ξένοιαστοι στις παραλίες χωρίς να επηρεάζονται οι κοιλιακοί τους. Kανονικά με τόσες θερμίδες δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουν μια μικρή μπάκα; (απο τη σελίδα της Athens Voice).

  2. [Τραπέζωσαν] τους συμπαίκτες τους, την τεχνική ηγεσία και τη διοίκηση, πριν το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. [...] Μαζεύτηκαν 35 νοματαίοι. Οι περισσότεροι χλαπάκιασαν μπιφτέκια και μπριζολίδια, σαλατικά, κάτι ψιλά ορεκτικά και λίγο κρασί. Αθλητές είναι οι άνθρωποι και πριν από ντέρμπι, δεν μπoρούσαν να ανοίξουν την κάνουλα και να γίνουν τσαλμπουράνια.

  3. «Θες το υπόλοιπο; Δε θα φάω άλλο». Μου πρόσφερε το γιαούρτι της. Δεν είχε φάει ούτε το μισό.
    «Δεν πεινάς;» τη ρώτησα.
    «Πώς δεν πεινάω. Απλά κάνω δίαιτα. Έχω πάρει μισό κιλό».
    Σκέφτηκα ότι, έτσι κι έχανε κι άλλα κιλά, θα εξανεμιζόταν. Παρ' όλα αυτά, της άρπαξα το γιαούρτι από το χέρι και το χλαπάκιασα με δυο μπουκιές. Είχα να φάω από το πρωί. (Χ. Φασούλας, «Με λένε Μοίρα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο τη λέξη χαμάλης, που ήταν αυτός που έκανε τις βαριές εργασίες, κουβάλαγε βαριά φορτία στη πλάτη του και ήταν γενικά αγράμματος. Στη σημερινή εποχή περιγράφει τις δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες, που γίνονται από άτομα όχι απαραίτητα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου μόνο, αλλά και λόγω ανάγκης για εργασία.

-Τελικά ο Δημήτρης τι έκανε στη ζωή του; Θυμάμαι σπούδασε οικονομικά, βρήκε κάτι στον τομέα του;
-Τι να βρήκε, στην Ελλάδα ζούμε... Αποθηκάριος είναι σε μια βιομηχανία, χαμαλοδουλειές κάνει για να τα βγάζει πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Μαγικό ξόρκι που χρησιμοποιούσαμε στο δημοτικό όταν παίζαμε κρυφτό και αμέσως ελευθερώνονταν όλοι οι φυλακισμένοι. Όταν έφτανες στο σημείου που φύλαγε ο αντίπαλος, έφτυνες δείχνοντας έτσι την αποστροφή σου στο πρόσωπό του και ο τελευταίος έπρεπε να πει «φτου ξελευθερία για όλους» ώστε να ελευθερώσει, σαν άλλη διάσωση του στρατιώτη Ράιαν, τους πιασμένους στο παιχνίδι.

Φτου ξελευθερία για όλουυυυυυυυυυς!!! Πάλι καλά που είμαι εγώ και σας ελευθέρωσα παιδιά! Νίκο.. ξαναφυλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. εκνευρίζω κάποιον, τον κουρδίζω, τον προκαλώ / θυμώνω πολύ, τσαντίζομαι, είμαι έτοιμος να τσακωθώ
  2. ερεθίζω /-ομαι, καβλώνω
  3. μαστουρώνω, μεθάω
  4. σουλουπώνομαι, φτιασιδώνομαι, βάφομαι, ντύνομαι.
  5. ταχτοποιούμαι (ανέρχομαι) επαγγελματικά
  6. χαλάω την διάθεση κάποιου
  7. διορθώνω
  1. Τον έφτιαξα τον δικό σου, τον έκανα πύρκαυλο με αυτά που του αποκάλυψα για τη Λίλιαν και πάει γραμμή τώρα να της τα πει ένα χεράκι... θα γίνει χαμός!

  2. Γιατί ρε μωρό μου δε φοράς πια εκείνα τα καβλιάρικα εσώρουχα που με φτιάχνανε έτσι ωραία και μου' ρχεσαι όλο με το περιοδόβρακο...

  3. Πάλι τα ίδια, κάθε μέρα έρχεται φτιαγμένος στη δουλειά, τα κάνει μαντάρα και πρέπει να βγάζω εγώ το φίδι από την τρύπα...
    (σ.σ. σόρυ για το λινκ, αυτό έχουμε!)

  4. Δώσε μου μισό να φτιαχτώ λιγάκι να μην είμαι έτσι χάλια -και σε πέντε φύγαμε!

  5. Είδες πώς φτιάχτηκε ο γιόκας τής κυρα-Περμαθούλας; Όχι θα τον άφηνε στα χαμηλά, τι νόμιζες... Σε λίγο θα γίνει Λαμπράκης στη θέση του Λαμπράκη έτσι όπως πάει.

  6. Τι να σου πω, μας έφτιαξες με τις αηδίες σου πρωινιάτικα...

  7. Φτιάξ' το μου ρε συ το γαμίδι, πάλι χάλασε ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικά σημαίνει την επερχόμενη βύθιση, το ναυάγιο όσον αφορά κυρίως στο οικονομικό.

Χρησιμοποιείται, βέβαια, και στον αισθηματικό τομέα, π.χ. όταν μια σχέση ή ένας γάμος οδεύει ολοταχώς προς διάλυση. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται κατά κόρον και στα δημοσιονομικά της Ελλάδας.

  1. Ο Χατζημήτσος βάρεσε κανόνι. Τα λεφτά που μας χρωστάει θα τα πάρουμε του αγίου πούτσου. Πάμε για φούντο!

  2. - Τα 'μαθες; Ο Απόστολος και η Γεωργία πάνε για φούντο.
    - Ε, τι περίμενες; Αυτός είναι πουτσοκέφαλος κι αυτή τον παίρνει απ' όλες τις μπάντες. Πώς θα κάναν προκοπή;

  3. - Πάλι μας βάλαν στην επιτήρηση οι Αλμούνηδες.
    - Τι περίμενες, αφού πάμε για φούντο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιεροτελεστία η όποια απαιτεί ευχέρεια χρόνου, και αναζωογονεί πλήρως έναν άνδρα, όπως το μεγάλο σέρβις των 60.000 χλμ αναζωογονεί ένα αυτοκίνητο.
Είναι σέρβις 4 σημείων απαραιτήτως. Οποιαδήποτε παράλειψη το καθιστά απλό σέρβις, και τα βήματα θα πρέπει να γίνονται με τη σωστή σειρά για καλύτερα αποτελέσματα.
1. Μαλακία
2. Χέσιμο
3. Μπάνιο
4. Ξύρισμα

- Τι έγινε αγόρι μου; Κάναμε σέρβις;
- Όχι απλό σέρβις φίλε, φουλ σέρβις.
- Έπρεπε να το φανταστώ, εσύ έγινες άλλος άνθρωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτώχευση, η χρεωκοπία.

Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].

Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»

Γελοιογραφία της εποχής χρεωκοπίας Τρικούπη. Πόσο μοιάζει ο Threecup, με τον GAP; (από GATZMAN, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικότατη καθημερινή έκφραση αποδοκιμασίας ή αγανάκτησης. Σα να λέμε τα πιάσαμε τα λεφτά μας, δέσαμε μούτσο, όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί και δεν συμμαζεύεται.

Βλ. μήδι 1. αατα.

(από Jonas, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified