Λέξη από τα γαλλικά για τον παρωχημένο, τον ντεμοντέ, αυτόν που δεν είναι πια της μοδός.
Επίσης: ντεμόντας.

Μην ανοίξεις εξομολογητικό μπλογκ, είναι πολύ πασέ. Άνοιξε κάτι πιο εξειδικευμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται υποτιμητικά για ταινίες ή άλλα πολιτιστικά προϊόντα, που θυμίζουν υπερβολικά τα κόμικ της Μάρβελ, έχοντας λ.χ. «χάρτινους» υπερήρωες, αναληθοφάνειες, «φέσια», good guys & bad guys, θυμίζουν αισθητική κόμικ, υπερβολικά γραφικά κ.τ.ό.

- Ντάξει, να πάμε σινεμά, αλλά μην δούμε καμιά μαρβελιά πάλι...

το χουμε ξαναδει το έργο (από xalikoutis, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτώχευση, η χρεωκοπία.

Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].

Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»

Γελοιογραφία της εποχής χρεωκοπίας Τρικούπη. Πόσο μοιάζει ο Threecup, με τον GAP; (από GATZMAN, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι συνθηματική και λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε στον άλλο ότι, δεν έχουμε μεταφορικό μέσο.

Δηλαδή:

  • peugeot = πεζό = πεζός
  • 2 = 2 πόδια έχουμε

-Μαλάκα, μου πήρε ο πατέρας μου καινούργιο αμάξι, ένα γκολφάκι φοβερό μιλάμε!
-Άντε ρε, καλορίζικο!
-Εσύ έχεις αυτοκίνητο;
-Πως, πεζό 2, δεν κολώνει πουθενά, παντού πηγαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλητική προσφώνηση μεταξύ νεαρών - κυρίως εφήβων. Προέκυψε από παραφθορά του «ρε guys» που το χρησιμοποιούν τυπάδες πολύ γιο και πολύ cool και πολύ in... και δεν συμμαζεύεται... E, τώρα, αν το παιδί στο οποίο αναφέρεσαι είναι και λίγο τύπου «μια βάρκα ήταν μόνη της σε θάλασσα γαλάζια», κοινώς είναι δεινός χορευτής του γκεϊμπέκικου, ε, τότε το πράγμα έδεσε!

1)
- Πού στον πούτσο είναι ο αναπτήρας μου;
- Ο zippo;
- Ναι ρε...
- Α τον πήρε ο Κώστας... Αυτός που τώρα τρέχει...
- Ρε γκέι, φέρε τον αναπτήρα ρε!

2)
- Ρε γκέι, πιάσε λίγο το στυλό, έπεσε στα πόδια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποίηση του πασίγνωστου αγγλικού όρου «shock». Δηλώνει μεγάλη έκπληξη ή θαυμασμό. Για να δοθεί έμφαση, είναι καλό στον προφορικό λόγο να προφέρεται με παχύ 'σ' (σσοκ) και στο chat να αναγράφεται ως εξής: σοκκκκκκκ. Οι χρήσεις του αμέτρητες - βλ. παραδείγματα.

  1. - Μαλάκα, φάε αυτό το μπανόφι και κλάψε.
    - Τόσο καλό;
    - Σοκκκκ λέμε...

  2. - Παίδες, χτες έβαλα ένα γκομενάκι το σοκ το ίδιο.
    (σημ.: εδώ κολλάει η απάντηση: Ηρέμησε).

  3. - Κοιτάξτε μαλάκες, έρχονται δυο μουνιά-σοκ.

ή εναλλακτικά:

- Κοιτάξτε μαλάκες, έρχονται δυο σοκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιεροτελεστία η όποια απαιτεί ευχέρεια χρόνου, και αναζωογονεί πλήρως έναν άνδρα, όπως το μεγάλο σέρβις των 60.000 χλμ αναζωογονεί ένα αυτοκίνητο.
Είναι σέρβις 4 σημείων απαραιτήτως. Οποιαδήποτε παράλειψη το καθιστά απλό σέρβις, και τα βήματα θα πρέπει να γίνονται με τη σωστή σειρά για καλύτερα αποτελέσματα.
1. Μαλακία
2. Χέσιμο
3. Μπάνιο
4. Ξύρισμα

- Τι έγινε αγόρι μου; Κάναμε σέρβις;
- Όχι απλό σέρβις φίλε, φουλ σέρβις.
- Έπρεπε να το φανταστώ, εσύ έγινες άλλος άνθρωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρωσοποντιακή προσφώνηση.

- Ρε μπλιετ, προχώρα να πούμε...
- Καλά ρε μπλιετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική αργκό λέξη bro, δηλαδή brother, που σημαίνει αδερφός στα ελληνικά, αλλά χρησιμοποιείται στις συζητήσεις νέων -πιο πολύ ραπάδων ή wiggaz.

  1. - Yo, whats crackin' dogg;
    - Nuthin' much, bro.U;

  2. - Έλα ρε μπρο, τί νέα;
    - Καλά ρε μαν, τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified