Further tags

Ο ζαλισμένος στα καλιαρντά, εκ των δικέλω (=βλέπω < dikhel της ρομανί με την ίδια σημασία) και σβούρα, δηλαδή είναι αυτός που έχει πάθει ίλιγγο ή ζάλη και τα βλέπει όλα σβουρισμένα ένα πράμα.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ κι έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Ένας πούστης να μιλήσει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλοπή ή το κλοπιμαίο στα καλιαρντά εκ της λέξης της ρομανί čor = κλέφτης. Βλ. και τσουρνεύω, τζουρνεύω, τσουρνοκαρότεκνο. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το εξειδικεύει κάμποσο στα Καλιαρντά (Αθήνα, 1971), λέγοντας πως μπορεί να αναφέρεται ειδικότερα στην "κλοπή πορτοφολιού παιδεραστού κατά τη διάρκεια της συνουσίας από τον φίλο του κιναίδου, που είναι κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι". Είναι να μη σου τύχει.

Και τώρα μαέστροι γίναν στο πιασμάν
της πούλης μας, στο πρεζαντέ επάνου
και το τσουρνό το σέρνει ρουλεμάν
ντάνες εκαταντήσαμε, Χαβάη Κατελάνου. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η αλεπού, εκ του πονηρός και του αγγλικού dog (=σκύλος), δηλαδή ο πονηρός σκύλος σαν να λέμε. Κατ' επέκταση, μπορεί να λάβει και τις μεταφορικές σημασίες που έχει η αλεπού ως χαρακτηρισμός προσώπου, βλ. τα λήμματα αλεπού, αλεπούστης, αλεπουδιάρης κ.τ.ό. Συνώνυμο: τσουρνόκοτα.

ΠΡΟΣ κον Στάθην κοινώς Πισωκέντη ή πισωγλέντη ή θηλυδρία, στα περί Ομοσπ., απ' ότι γνωρίζω, ο κουβάτσος άμα ακούει περί ομοσπ. βγάζει σπυράκια, και αλεργικά εξανθήματα. Μίλησε μαζί του και θα το διαπιστώσεις και εσύ, ο ίδιος, αν τολμάς φυσικά, ευρίσκεται συνήθως, σε γνωστό στέκι. Αλλά σε προειδοποιώ για το καλό σου, να είσαι καλά προετοιμασμένος,γιατί έχει ….. αγκάθια. Με λίγα λόγια ………, πουλοπυργώνει σουάντες, για τους πουλοβιδωμένους στην υπόγα της σέκτας Ομοσπονδίτσας, που άλλη δουλειά δεν έχουν και …πλεγιάρουν–νταπ, ξεβράκωτοι (τους πήρε μάτι κάποια πονηροντόγκα, απ' έξω). Σεμνά και ταπεινά. (Καλιαρντοσχόλιο εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των παπατζής (=αυτός που παίζει τον παπά) και τεκνό, σημαίνει τον κλέφτη και απατεώνα, αυτόν που πουλάει παπάτζες, ιδίως αν είναι νεαρό τεκνό.

Γράψε ρε βλάκα Σύριζα τίποτα αστείο να γελάσει ή να διαφωνήσει ο κόσμος. Να γουστάρουμε ναούμ'. Παπατζότεκνο! Βλακαμά! (Από διένεξη στο θρυλικό μπλογκ Βαψομαλλιάδες)

Τα "κυριολεκτικά" παπατζότεκνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη από το πάνω-κάτω, σημαίνει άσκοπα.

Μα ο μπερντές έχει φτερά, αλέ πάει στη χάλω
και λούγκρα ο λαός, κατσικές και προβατές
ταπί από τους ψαλιδόκωλους, η πόλη εάλω
αβέλει τα ντουλά και σέρνεται πανωκατές….
(Από καλιαρντοστιχούργημα εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πατάτα στα καλιαρντά, επειδή με λίγη καλιαρντή φαντασία ομοιάζει με γροθιά.

Αλλά μ έφερε ο κυρ Ανέστης απ το μαναβικο φρέσκες κομόντες και να σου κάνω μια κομοντοσεμελόριζα-τουρλού (=αγγουροντοματοσαλάτα) και μπουνιές στο όλιο άμα θες. (Από καλιαρντομπλογοτέχνημα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χρήματα, τα λεφτά στα καλιαρντά. Αγνώστου ετύμου, σαν να φέρνει σε ρομανί.

  1. Μα ο μπερντές έχει φτερά,
    αλέ πάει στη χάλω
    και λούγκρα ο λαός,
    κατσικές και προβατές
    ταπί από τους ψαλιδόκωλους,
    η πόλη εάλω
    αβέλει τα ντουλά
    και σέρνεται πανωκατές…
    (Καλιαρντοστιχούργημα αποκατέ).

2.Δικέλεις άμα γίνει άλλο Σωματείο θα χάσει ο φίφα τα τιντέλη τα τουρκόζουμα και την σουλάτσα με το τζους λέσι γιατί θα μειωθούν τα ντουλά. Έτσι τους άναψε χορχόρα όταν έμαθαν τα χορχορότεκνα ότι δεν θα χαλεματούν όπως πρώτα και ότι θα τζάσουν πολλά μέλη τανάκα να δώσουν τον μπερντέ για τις συνδρομές. Διότι τους έχει γίνει μπαρό και ντέζι το καλάμι και τους βγαίνει όλη η λούγκρα τώρα που δικέλουν ότι χάνουν το σουγκρό. (Καλιαρντοπολιτική ανάλυση αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί στα καλιαρντά, προφ εκ των γάλα και φούσκα.

Το έχω ξαναπεί και επιμένω. Για εμάς τα κορίτσια, η καλύτερη παρέα στα ψώνια είναι ο γκέι φίλος μας. Ξέρει από μόδα, έχει στυλ και γούστο, μας φροντίζει (ειδικά άμα είμαστε «θεές») και, στην τελική, είναι η αντρική ματιά που χρειαζόμαστε και δε θα την έχουμε ποτέ από άλλο άντρα, γιατί οι στρέιτ σιχαίνονται τα ψώνια, τις πρόβες και την αναποφασιστικότητά μας μπροστά στο υποψήφιο απόκτημα. [...] Με αφορμή αυτό το γεγονός, και παρά το ότι κατά βάθος γνώριζα την απάντηση, βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω κάτι που τόσα χρόνια κολλητηλικίου, δεν το είχα ρωτήσει. Πήγε ποτέ με γυναίκα; «Δεν είμαι λεσβία, κούκλα μου» μου απάντησε προσβεβλημένος. Όχι πως έχει πρόβλημα με τις λεσβίες, αλλά γλείφουν τα απαυτά τους. Και τα απαυτά τα γυναικεία τα βλέπουν οι γκέι και κάνει μήνες να τους ξανακάνει κούκου. Δεν είναι τυχαίο το ότι στα καλιαρντά το μουνί το λένε μουτζό (δηλαδή καμία σχέση με κάτι σκωπτικά τραγούδια όπου το λένε Γιώτα. Όσο για τον πούτσο που τον λένε Παναγιώτα στα τραγούδια, στα καλιαρντά έχει πολλές ονομασίες, ανάλογα με το μέγεθος). Κάτι τέτοια ονόματα, αποδεικνύουν πόση εκτίμηση έχουν οι γκέι στο γυναικείο όργανο. Το ότι το γυναικείο στήθος είναι μουτζαντίβαρο ή κατσικανό ή γαλοφουσκού, δείχνει επίσης ότι δε θα ήθελαν ποτέ και με κανέναν τρόπο να του ορμήξουν με πάθος και να εκδηλώσουν με διάφορους τρόπους το θαυμασμό τους και την καύλα τους γι’ αυτό. Δηλαδή, έχουμε κοινά γούστα. Κι εμείς τα κοριτσάκια, όχι πως δεν εκτιμούμε αυτό που κουβαλάμε, αλλά συνήθως θέλουμε από το άλλο, αυτό που δεν έχουμε. «Και πώς γλίτωσες από όλες αυτές τις θαυμάστριες που εμφανίζονται κατά καιρούς;» τον ξαναρώτησα. Εκεί μου είπε τον πόνο του. Δεν παλεύονται οι γυναίκες που θέλουν να τον κάνουν άντρα, να τον βάλουν στο σωστό δρόμο, να τον βοηθήσουν ώστε να πάψει πια να χαραμίζεται, διότι τέτοιο ωραίο παιδί, κρίμα είναι. Δε λένε να καταλάβουν ότι του αρέσουν οι άντρες. Ότι δεν του κάνει κούκου ούτε με τα κάλλη τους ούτε με τα κόλπα τους. Και τον φέρνουν σε δύσκολη θέση. Κι άμα, λέμε άμα, διότι συμβαίνουν κι αυτά, άμα κάποιος γκέι κάτσει σε γυναίκα, δε θα είναι επειδή τον θάμπωσε η ομορφάδα της, το στυλ της και η θηλυκότητά της. Το πιο πιθανό είναι να το θύμισε τον Μπάμπη, που δεν του κάθησε επειδή επιμένει να είναι στρέιτ και αδίκως παρασύρθηκε από την εμφάνισή του και το μουστάκι του και τον πέρασε για γκέι. Είναι καραστρέιτ και είναι χίπστερ. Γι’ αυτό έχει τέτοια εμφάνιση. Σ’ αρέσει εσένα, κούκλα μου, να του κάνει του γκέι κούκου μαζί σου επειδή του θύμισες τον Μπάμπη; Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει σε πολλές γυναίκες είναι πάθηση, την οποία θα ονομάσουμε λουγκρολαγνεία και θα πούμε με σιγουριά ότι φταίνε οι άντρες. Οι στρέιτ. Το κατάλαβα από την πρώτη φορά που μπήκα σε γκεόμπαρο και κατάλαβα γιατί δε γυρνούσαν να με κοιτάξουν οι ωραίοι άντρες που συναντούσα στο δρόμο. Και εδώ είναι που μπαίνω για τα καλά στο θέμα μου. Γιατί είμαι καλός άνθρωπος και θέλω να βοηθήσω τους άντρες (τους στρέιτ ντε) να βρούνε το δρόμο τους, ώστε να τους κάτσει καμιά γκόμενα, που όλες τρέχουν πίσω από τις αδερφές και δεν εκτιμούν τη βαρβατίλα. Όχι, αγόρια μου. Δεν εκτιμούμε τη βαρβατίλα. Δε γουστάρουμε σαν άντρα το χοντροκομμένο αρτάγκουλα, που ξύνει τα αρχίδια του καθώς πίνει την μπίρα του και ρεύεται με κρότο, ενώ την ίδια στιγμή, στάζουν ζουμιά από το γύρο με τζατζίκι. [...] Μας αρέσει ο άντρας ο σωστός, ο ευαίσθητος, αυτός που θα μας καταλάβει, γιατί δε θα φοβάται να αποδεχτεί τη θηλυκή πλευρά του (που όλοι οι άντρες έχουν και όλες οι γυναίκες έχουμε λίγο από αρσενικό στη φύση μας κι άμα δεν το αποδεχτούμε, το αρσενικό που βρίσκεται δίπλα μας, τη γάμησε). [...] Που ξέρει από πού να μας πιάσει και τι να κάνει για να μας απογειώσει και θέλει να νιώσει αυτή την απογείωση. Είστε έτσι εσείς αγόρια; Όχι. Γι’ αυτό στέλνετε τις γυναίκες στους γκέι και μένετε με το πουλί στο χέρι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ντομάτα στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) θεωρεί ότι προέρχεται από στρεβλό ανασυλλαβισμό της λέξης ντομάτα.

Αλλά μ έφερε ο κυρ Ανέστης απ το μαναβικο φρέσκες κομόντες και να σου κάνω μια κομοντοσεμελόριζα-τουρλού (=αγγουροντοματοσαλάτα) και μπουνιές στο όλιο άμα θες. (Από καλιαρντομπλογοτέχνημα).

Ομόηχη λέξη βέβαια χρησιμοποιείται επίσης στα ελληνικά για να αποδώσει το έπιπλο commode.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγγούρι στα καλιαρντά. Σεμελιά είναι το πέος, οπότε παίρνει από το πέος το όνομά του και το αγγούρι (και τη ρίζα). Ίσως έχει σχέση με το σαρμελιά (=πέος), που ίσως έχει σχέση με την τουρκική λέξη serm (= αιδώς).

Γι αυτό κι εγώ οσο περνάει ο καιρός μ αρέσει να τραβιέμαι μακριά σε ησυχα μέρη και να κλείνομαι στις σκέψεις μου και στη σιωπή μου και να πηγαίνω σε παραλίες και να ακούω μοναχα το κύμα και να βλέπω τον ήλιο που πέφτει στη θάλασα πριν να νυχτώσει. Ξέρω που η κατέ θα μου πει πως γέρασα μα άστη να λέει. Καλοκαίριασε... Πάω τώρα να φτιάξω μια κομοντοσεμελόριζα-τουρλού (=αγγουροντοματοσαλάτα) γιατί με έχει κόψει λόρδα τέτοια ώρα. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified