Αλλιώς η νταλίκα, δηλαδή η λεσβία που έχει ρόλο με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Είναι σχετικά παλαιακό.
Βασίλισσα το έχει το γυναικάκι ο νταλικιέρης.
Αλλιώς η νταλίκα, δηλαδή η λεσβία που έχει ρόλο με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Είναι σχετικά παλαιακό.
Βασίλισσα το έχει το γυναικάκι ο νταλικιέρης.
Got a better definition? Add it!
Σε προέκταση των άλλων ορισμών είναι η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπό ρόλο, η νταλίκα ή μπουτς ή τζίβα.
Βασίλισσα το έχει το γυναικάκι ο λαχαναγορίτης.
Got a better definition? Add it!
Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, το αγοροκόριτσο. Από το αγγλικό tomboy, που ιστορείται από τον 16ο αιώνα.
Κλασικά τομ μπόι, αισθανόμουν πάρα πολύ άνετα με τα αγόρια, τα κορίτσια μου έφερναν ένα στρες. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 56).
Got a better definition? Add it!
Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Από το αγγλικό dyke που ετυμολογείται πιθανόν από το bull-dyke και μαρτυρείται από το 1921.
Ούτε τις ντάικ είχα, δηλαδή έπρεπε να έχω νταραβεριστεί; Φασωθεί, αν έχω φασωθεί με ντάικς, ε με κάνα δυο. Αποτυχημένα. Είναι σαν να είμαι εγώ. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 65).
Got a better definition? Add it!
Σε προέκταση του άλλου ορισμού είναι η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά.
Είναι αντρουά και πλίζερ, της αρέσει μόνο να δίνει ευχαρίστηση.
Got a better definition? Add it!
Μεγεθυντικό του μπουτς είναι η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η οποία είναι αποκλειστικώς πλίζερ, δηλαδή θέλει αποκλειστικώς να ικανοποιεί και ευχαριστεί τη φαμ παρτενέρ της, ενώ η ίδια παραμένει ανέγγιχτη. Από το αγγλικό stone butch.
O αποκλειστικά ενεργητικός ρόλος της στόουν μπουτς τής προκαλούσε αποστροφή, ήθελε να υπάρχει εναλλαγή.
Got a better definition? Add it!
Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η μπουτς ή νταλίκα ή τζίβα ή άντρας. Παλαιακό.
Το παλικάρι βασίλισσα το έχει το γυναικάκι.
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολικά ανδροπρεπής και αρρενωπή λεσβία τύπου μπουτς, η βαρυ-μπουτς, το μπουτς το ασήκωτο, τύπου νταλικιέρης, λαχαναγορίτης. Επίσης, το λαϊκό λεσβιάδικο όπου συχνάζουν. Η έκφραση είναι παλαιακή.
Got a better definition? Add it!
Σε προέκταση του άλλου ορισμού, είναι η λεσβία με ανδροπρεπή χαρακτηριστικά τύπου μπουτς ή νταλίκα.
— Άλλο το σπορτίβ κι άλλο το κουστούμι και μπαίνω μέσα και κάνω το Μήτσο. — Και όλες θρασύδειλες, έτσι; Μπορεί να το παίζανε μαγκιά κλανιά κι ο κώλος φινιστρίνι, που έλεγε και η μάνα μου. Μπορεί να σου πούλαγε μαγκιά και άμα αγρίευες εσύ, ίοοου (σσ. Εννοεί ότι έφευγε χωρίς να τσακωθεί). (Μαριάνθη, Πέρσα, 53 χρονών). (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 141).
Got a better definition? Add it!
Εκτός από τον ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, είναι και χαρακτηρισμός για λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου μπουτς ή νταλίκα ή τζίβα.
Έχει ξεπεραστεί πλέον η νοοτροπία ότι, άμα δεν είσαι ανδρούτσος ή δεν έχεις βιαστεί, δεν είσαι λεσβία.
Got a better definition? Add it!