Το αγορέ σβάκι, από το γαλλικό femme garçon, που είναι στα γαλλικά το αντίστοιχο του αγγλικού τομ μπόι.

Είμαι φαμ ο γκαρσόν, ένα κορίτσι που μοιάζει να νιώθει λίγο σαν αγόρι και αγαπάει κάποια κορίτσια. Θαυμάζει κάποια κορίτσια, που είναι τελικά κορίτσια, η δασκάλα μου θα συμφωνούσε. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 183).

Got a better definition? Add it!

Published

Αναφερόμαστε λιγότερο στον ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας Οδυσσέα Ανδρούτσο και περισσότερο στις ανδροπρεπείς λεσβίες, σε αυτό, δηλαδή, που στα Χανοχώρια ονομάζουμε butch, ήτοι τον ένα πόλο όσων λεσβιακών σχέσεων έχουν και καλούα butch & femme χαρακτηριστικά.

Υποτίθεται λαδή ότι σε κάποιες λεσβιακές σχέσεις (ασφαλώς όχι σε όλες) η μία γυναίκα αναλαμβάνει τα παραδοσιακώς αντρικά χαρακτηριστικά (butch, αγγλιστί), ενώ η άλλη τα παραδοσιακώς γυναικεία χαρακτηριστικά (femme). O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher= χασάπης, χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, χαμίνι, τον ζόρικο τυπά, πρβλ. Butch Cassidy, ενώ από την δεκαετία του 1940 απέκτησε στα αγγλικά την σημασία της ανδροπρεπούς λεσβίας. Ο όρος femme προέρχεται από την γνωστή γαλλική λέξη για την γυναίκα, αλλά κυρίως στα αγγλικά έχει συσχετιστεί με τον όρο butch ως έτερος πόλος του.

Περιττό να είπωμε ότι παρόμοιοι όροι εκλαμβάνουν τις λεσβιακές σχέσεις με όρους φις - πρίζα, και έτσι τις αποστερούν από την ιδιάζουσα γοητεία τους που έγκειται ακριβώς είτε στην εναλλαγή των ρόλων είτε στην εν γένει απροσδιοριστία τους. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαλλογοκεντρικό τρόπο να εκληφθούν οι λεσβιακές σχέσεις, που ακριβώς λόγω του ότι αναπαράγει τα πατριαρχικά και στρέιτ στερεότυπα σε σχέσεις που επιχειρούν να τα υπερβούν, επιβιώνει συντηρητικώς στην γλώσσα, και δη την αργκοτική (που συχνά είναι συντηρητικότατη παρά την εντύπωση για το αντίθετο). Στα ελληνικά δεν έχουμε έναν αδιαφιλονίκητο τεχνικό όρο, όπως το αγγλικό butch. Πιο κοντά σε τεχνικό όρο φαίνεται να είναι το νταλίκα (το οποίο πανηγυρίζεται και από τις ίδιες τις λεσβίες), ενώ κάποιες πιο ασθενείς μεταφορές περιλαμβάνουν τα νταλικέρης, φορτηγατζής, σουγκλάκος κ.ά., που ακριβώς λόγω του ότι αποτελούν ασθενείς μεταφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρέιτ γυναίκες που αντροφέρνουν διεκδικώντας παράλληλα το να είναι γκόμενες σε στρέιτ αντρικά μάτια. Επίσης, συνώνυμα είναι τα αρσενικιά και αρσενίκω, ενώ τα δίπολα λέσβω / λεσβόγκα- λεσβάκι και σβόγκα- σβάκι (με σλανγκική αποκοπή) ενδέχεται να περιγράψουν butch- femme κατηγοριοποιήσεις. Το αντρούτσος είναι λιγότερο τεχνικό και συνηθισμένο από το νταλίκα, ωστόσο λέγεται και μάλιστα αποδίδει πλήρως την θεωρούμενη ανδροπρέπεια της τζιβιτζιλούς με μάλλον σκωπτική διάθεση, ενώ, αντιθέτως, το αντράκι διαθέτει μάλλον θετικό πρὀσημο, όπως παρατηρείται εδώ.

Πάντως, ακόμη κι αν για λόγους κορεκτίλας πετάξουμε τον όρο αντρούτσος από την πόρτα, μπορούμε να τον επαναφέρουμε από το παράθυρο χωρίς να θιγούν οι κορεκτιλάτες ευαισθησίες, και αυτό τουλάστιχον με δύο τρόπους:

  1. Η γυναίκα- αντρούτσος μπορεί να επανεκδραματίσει μια παλιότερη τραυματική στρέιτ σχέση που είχε η ερωμένη της, τώρα όμως ως θετική εμπειρία. Ήτοι το θυματοποιημένο πλην τίμιο σβάκι ενδέχεται να έχει μπλοκαριστεί από το να κάνει σχέση με άντρα, λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς προηγουμένων εραστών- θυτών της (ενίοτε ακόμη κι από το οικογενειακό περιβάλλον της!). Ο αντρούτσος θα αγρεύσει τις ερωμένες της μεταξύ παρόμοιων ευαίσθητων would-be σβακίων, υποδεικνύοντας είτε και με λόγια, είτε μόνο αντιστικτικώς μέσω της άψογης συμπεριφοράς της, ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και το μη χοίρον βέλτιστον, «πούτσος καλός μόνο πλαστικός» και τα ρέστα δονητάρια.

Γιατί «μες στο τεράστιο σώμα της είχε μια αθώα καρδιά» ο αντρούτσος μας. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο σεξουαλικός αλτρουισμός, δηλαδή και η διάθεση και το know-how για να διαβεί ατραπούς ηδονjής πρώτα και κατεξοχήν το σβάκι, και δευτερογενώς η ίδια. Το οποίο έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την μπρουτάλ εγωιστική συμπεριφορά των αρσενικών, με τους οποίους ο αντρούτσος μόνο εμφανισιακά (και όχι ορμονικά) ομοιάζει. Ενώ δηλαδή η γυναίκα αντρούτσος θα έχει κάποια παραδοσιακώς αρσενικά χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ιππότης, να είναι προστατευτική, να δίνει σημασία στην ερωμένη, να την «τρώει με τα μάτια», να επιμένει να γνωρίσει το σβάκι καινούργιους τόπους και εμπειρίες σε όλο το φάσμα της ζωής, δρώντας ως Πυγμαλίων, αυτό που την διαφοροποιεί από τον άντρα εραστή είναι ακριβώς το επίμαχο σημείο, το κρεβάτι, όπου ο αντρούτσος, θα απαρνηθεί την ιδιοτέλεια, θα κάνει προκαταρκτικά όσο μια ταινία Αγγελόπουλου (με καθαρό χρόνο και όχι συμπεριλαμβάνοντας τις πίπες), δεν θα κοιμηθεί μετά κ.τ.ό., ενώ πέρα από την διάθεση, θα έχει και την τεχνογνωσία για να ευχαριστήσει καυλύτερα την σύντροφὀ της. Ο σύνολος συνδυασμός ανδροπρέπειας και ευαισθησίας θα κάνει το σβάκι να αναγνωρίσει ότι «ένας άλλος εραστής είναι δυνατός και τον θέλουμε» και μέσω αυτής της αισίας επανεκδραμάτισης θα λυθούν ίσως τα όποια τραύματα είχε από προηγούμενες σχέσεις με άντρες.

  1. Ο αντρούτσος- butch μπορεί να περιγράφει όχι μια φις - πρίζα πάγια δομή μιας σχέσης, αλλά έναν περιστατικό ρόλο που μια λεσβία αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός role-playing (που λέμε και στα Τζιβιτζιλοχώρια). Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα στερεότυπο εμφάνισης, που η λεσβία ιδιοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται παγίως μαζί του στο κρεβάτι ή στην υπόλοιπη συμπεριφορά. Ως εμφάνιση το butch αντρουτσοειδές στυλ είναι αρκετά συχνό.

Ένας αναγεννησιακός αντρούτσος είναι μηλαρού με τραγιάσκα (δόκιμη ή και μεταφορική), έχει προγούλι- διπλοσάγονο, και ντύσιμο αγγλάρα Tomboy από το Manchester, κατεβάζει μπυρόνια και περιπτερόμπυρα, είναι δε πάντα σε ετοιμότητα να παίξει ξύλο ένεκα η αγαπημένη της. Επίσης, διακρίνεται για μια συμπεριφορά αγοριού- εφήβου παρωχημένων δεκαετιών, λ.χ. δίνει ρέστα στο ποδοσφαιράκι και δη το κοκορέτσι. Βοηθάνε και οι μικροαστικές ή καυλύτερα οι προλεταριακές πολιτικές τοποθετήσεις.

Κυκλοφορεί, όμως, και σε διανοουμενέ στυλάκι με κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί, κομψό κυριλέησον ντύσιμο και ατάκες- ψαγμενιές λατέρνατιβ υπερκουλτουρίασης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η και καλούα αντρική επιμονή του αντρούτσου να κάνουν συνέχεια σεξ, επειδή δεν αντέχει να την βλέπει και καυλώνει, και η χρήση προσποιητά χυδαίων εκφράσεων γύρω από το σεχ, που όμως σε κάποια περίφτωση δεν αίρουν τον σεξουαλικό αλτρουισμό της. Αντιστοίχως, το σβάκι επιδεικνύει συμπεριφορά τρομερής προσκόλλησης στον αντρούτσο της, και ακόμα κι όταν αυτή είναι καταπιεστική και την κακομεταχειρίζεται (για χάρη του παιγνίου ρόλων), το σβάκι την υποστηρίζει έναντι των επικριτικών ματιών τρίτων, επιδεικνύοντας μια για τους έξω παράλογα ηρωική επιμονή, όπως υποτίθεται ότι δείχνουν οι πουτάνες για τον νταβατζή τους, ή κάποιες στερημένες γυναίκες για αυτόν που τους πήρε την παρθενιά και ταλιμπάν.

  1. Ουουουυυυ τι να σου πω κούκλες είναι.....
    φυσικά αυτές οι θεές που βλέπεις σε τσόντες μόνο λεσβίες δεν είναι, αν δεις καθαρόαιμη λεσβία θα καταλάβεις τι εννοώ. Φορτηγατζής ένα πράμα, πολύ κοντό μαλλί, χοντρές κλπ κλπ. Και ούτε να δουν άντρα...
    Φαντάσου το αντίστοιχο της κραγμένης σε γυναίκα όμως, δηλαδή αντρούτσος. (Εδώ).

  2. Η άλλη ήταν εντελώς str8 πριν από αυτή τη σχέση όμως άμα τη δεις είναι ένας αντρούτσος με τα όλα του και αν εξαιρέσεις το μίσος της για τις λεσβίες κατά τα άλλα δεν είχε πρόβλημα π.χ. να φιλιέται δημοσίως. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συχωρεμένος Απόστολος Σουγκλάκος ήταν μια από τις μεγάλες καλτ μορφές της ελληνικής σκηνής κι αρένας. Η έκφραση «Σουγκλάκος» αναφέρεται σε μπιλντέρια, σφιχτερμάνους, σβάρτσους κι όλα τα υπόλοιπα δεκάδες συνώνυμα που μπορεί κανείς να βρει στο σλανγκ-τζη-αρ. Με την λεπτή διαφορά ότι ο Σουγκλάκος είναι ο πιο συμπαθής, αισθηματίας και γνήσιος λαϊκός τύπος από όλους τους παραπάνω κυρίους, και αποσπά την αγάπη μας.

Η ιστορική φράση «ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;» από καλτ διαφημίσεις εγχώριου ρέστλινγκ στα '80ς σημαίνει την πρόκληση, αλλά και την ουτοπία. Είναι τελικά ένα βαθιά υπαρξιακό ερώτημα, όπως το «να ζει κανείς ή να μην ζει» κ.τ.ό.

Εναλλακτικά, «Σουγκλάκος» είναι η λεσβόγκα, με ανδροπρεπή εμφάνιση και ύφος που γυρεύει τσαμπουκάδες, επειδή απλώς δεν μπορεί κανείς να την δείρει, αλλά το πιο πιθανόν είναι να τις φας, άμα τα βάλεις μαζί της. Ο τελευταίος λεσβοχωρίστρας που έπεσε στα χέρια του Σουγκλάκου νοσηλεύεται ακόμη στην Εντατική!

  1. (Από την Βικιπαίδεια) «Η μοναδική φορά που στενοχώρησε άνθρωπο ο Σουγκλάκος, είναι τώρα με τον θάνατό του», δήλωσε ο σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης για την απώλεια του 57χρονου παλαιστή-ηθοποιού Απόστολου Σουγκλάκου που επί τρεις δεκαετίες στάθηκε από τις αγαπημένες και καλτ μορφές του ελληνικού θεάματος. «Ήταν ένα αυτοδημιούργητο λαϊκό παιδί με χρυσή καρδιά που ποτέ δεν ξεστόμισε κακία για κανέναν και είχε μεγάλο πάθος για την πάλη και τον κινηματογράφο», ανέφερε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης για τον Σουγκλάκο, που είχε εμφανιστεί σε δύο ταινίες του («Ράδιο Μόσχα», «Μαύρο γάλα») και ετοιμαζόταν να παίξει στην τρίτη που ετοιμάζει ο σκηνοθέτης με τίτλο «Αισθηματίες» (όπου θα ερμήνευε έναν από τους... αισθηματίες του τίτλου)!

  2. Την έκανε ο Πούτιν την πουτινιά του! Μπήκε στην Γεωργία, και τώρα φίλοι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;

  3. (Ατονιστής σε φόρουμ για θεατρική παράσταση):
    Παρασταση 3 ωρων, κουλτουρα να φυγουμε. Δεν ξερω, ωρες ωρες με πιανουν κατι φιλοσοφικα ερωτηματα τυπου αν υπαρχει θεος, τι ειναι αγαπη, αν μπορει να βρει κανεις αληθινους φιλους, ποιος θα δειρει τον Σουγκλακο, σε ποια θεση παιζει ο Ζιοβανι και χθες προστεθηκε ακομα ενα.

  4. (Αλλού στα διαδίχτυα):
    Πέντε χρόνια μετά, το ΜΕΝ 24 παρουσιάζει τα ερωτήματα που δεν πήραν ποτέ απάντηση...
    11 Σεπτεμβρίου και Θεωρίες Συνομωσίας. Δεν μάθαμε ποτέ τι πραγματικά έγινε. Απόστολος Σουγκλάκος. Δεν τον έδειρε κανείς... Το MEN 24 αποχαιρετώντας τον άρχοντα του κατς, απαντά στο ερώτημα »ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο«: Κανείς....

  5. -Πού πας ρε Καραμήτρο να το παίξεις λεσβοχωρίστρας, αφού την βλέπεις την Ευλαμπία τι Σουγκλάκος είναι και πως είναι διατεθειμένη να προστατεύσει την Δανάη τον ερωτά της. Τελικά τις έφαγε κι ησύχασε. Και του 'χα πει εγώ: Ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;

Μη βιαστείτε να πείτε ότι βρέθηκε άνθρωπος που έδειρε τον Σουγκλάκο! (από Hank, 16/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified