1. Προέρχεται απο το λακές που σημαίνει γλείφτης, αυλοκόλακας.

  2. Αδερφή και μαμόθρεφτο. Πιθανώς επειδή το συγκεκριμένο υποκοριστικό χρησιμοποιείται απο γνωστούς ομοφυλόφιλους, π.χ. Λάκης Γαβαλάς.

  1. Καλά πολύ λάκης ο τύπος ε; Όλη μέρα μέσα στο γραφείο του διευθυντή τη βγάζει.

  2. Πωπω κολλητή, κι εγώ που τον νόμιζα άντρακλα μου βγήκε λάκης εντελώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπουλούκος. Ηχοποίητη λέξη που φαίνεται τρυφερή μόνο σ' αυτήν (-ον για λούγκρα) που την λέει, ή μάλλον, διόρθωση, σ' αυτόν που την ακούει, γιατί κι αυτή που την λέει, τον κοροϊδεύει από μέσα της.

Άδωνις Γεωργιάδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified