(Πάτρα): Ομάδα, (αντρο)παρέα, σκυλολόι, μπουλούκι.
Προφανώς από τους τούρκους τσέτες = μπουλούκι ατάκτων στρατιωτών.
Συνώνυμο: πουτσαρά-μπουλούκ(ι).
Θά 'ρθεις το βράδυ στο Σκέτζο; Θα μαζευτεί όλη η τσετία εκεί.
(Πάτρα): Ομάδα, (αντρο)παρέα, σκυλολόι, μπουλούκι.
Προφανώς από τους τούρκους τσέτες = μπουλούκι ατάκτων στρατιωτών.
Συνώνυμο: πουτσαρά-μπουλούκ(ι).
Θά 'ρθεις το βράδυ στο Σκέτζο; Θα μαζευτεί όλη η τσετία εκεί.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμος στην Καστοριά, το λέμε σε φίλους ...
Οι παλιοί ονόμαζαν το πασχαλινό μανάρι (αρνάκι), που ήταν η ψυχαγωγία των παιδιών, μπέτσκα απο το μπέ μπέ. Έβαφαν την ράχη του κόκκινη και το τάιζαν με αστραγάλια και ένα χόρτο που ονομαζόταν χασούλα.
Πού σαι, μπέτσκα μου;
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.
Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified