Το ψέμα, το μούσι.

- Πώς τα πας με τον Φούλη φιλενάδα;
- Ποιον Φούλη καλέ, τού 'δωσα τα βάγια. Με είχε φλομώσει στο μουσαντέ ο μαλάκας. Θα χωρίσει, θα είμαστε μαζί, θα παντρευτούμε, θα κάνουμε παιδιά, θα μ' έχει βασίλισσα... Παπαριές μανίτσα μου.

(από poniroskylo, 06/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης, ο παραμυθάς, εκ της λέξης πατσάρι που, στο ιδίωμα των Ιωαννίνων, σημαίνει ψέμα.

Βλ. και πατσαρδέ.

Πάσα (Δ.Π.): Craftsman.

  1. Το τι …πατσιάρια ρίχνουν, δεν περιγράφεται. Και οι αθεόφοβοι τα ίδια πατσιάρια τα λένε και μεταξύ τους. Ρε αυτοί αλληλοκοροϊδεύονται στην ψύχρα και κοιτάζονται στα μάτια σαν απολιθωμένα. Αν τους ακούσετε, σίγουρα θα ξεράσετε από τις …πλάτες. Ο πρώτος μπορεί να πει ότι χτύπησε …αγριογούρουνο στο φτερό, και ο δεύτερος ότι έσπασε το καμάκι του πάνω στην …αθερίνα. Γι’ αυτό προσέξτε τι θα πείτε και μακριά από τα ..πατσιάρια.

  2. [...] Φίλοι, πατσάρια λένε οι γιαννιώτες τα μεγάλα ψέμματα. Από εκεί προέρχεται και η λέξη πατσαριανός. Δηλαδή κάτι σαν ... gianniotis. Άντε και πάλι καλώς όρισες και καλόν χειμώνα πατσαριανέ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψεύτικο πράμα. Άδικο. Αβαβά. Απάτη. Κοροϊδία. Αμαρτία να γίνει τέτοιο πράμα και απόδειξη ότι κοιμήθηκε ο Θεός.

Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο, κυρίως για να χαρακτηρίσει αποφάσεις του διαιτητή. Επίσης στα χαρτιά, όταν η έκβαση της παρτίδας φαίνεται να 'χει πάει κόντρα στους νόμους των πιθανοτήτων.

Το πετσί μας το φοράνε ή μας το περνάνε.

  1. - Καλά, με πέτσινο πέναλτι κερδίσατε πάλι ... Τον δικό σου, φου να τον κάνεις και πέφτει με τη μία ...
    - Ρε συ, είσαι σοβαρός; Δηλαδή, πρέπει να κάτσει να τον γαμήσουν για να πάρει πέναλτι ... πεναλτάρα ήτανε, μαρς ...

  2. Ρε απίστευτε, πότε θα μάθεις μπουρλότο; Είναι ποτέ δυνατόν να έχουμε εμείς τα πιο πολλά ατού και να μας βγάζουν την αγορά; Μας το φορέσανε πάλι το πετσί, συγχαρητήρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψεύτικο, το ιμιτασιόν, η δευτεράντζα. Σε αντιδιαστολή με το φυσικό, το αληθινό, το ωραίο.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον για το φαγητό των ταχυφαγείων, των γνωστών φαστφουντάδικων, αλλά και για τις πιστωτικές κάρτες, αν και για το δεύτερο η ετυμολογία μπορεί να έχει να κάνει και με το υλικό κατασκευής τους. Τέλος, σε σχέση με την πλαστική χειρουργική και τις αισθητικής φύσεως «πλαστικές» επεμβάσεις, χρησιμοποιείται και για τα μέρη εκείνα των γυναικών (κυρίως) που έχουν βελτιωθεί μέσω της επιστήμης.

1
- Δεν παραγγέλνουμε κανά Goody's να την πέσουμε να δούμε ματς;
- Σιγά ρε μαλάκα μη φάμε πλαστικό. Πάμε σ' αυτό γωνιακό το ταβερνάκι να λαδώσει λίγο τ' αντεράκι μας. Ούτως ή άλλως οι Κροάτες θα τους πατήσουν τους Τούρκους αλύπητα, τι να δεις; (σσ. famous last words)

2
- Αύγουστο λέμε για Μύκονο, καμιά εικοσαριά μερούλες να ξεκουραστούμε εκεί στο Cavo Tangoo.
- Τι λε ρε μαλάκα; Και πού τα βρήκες εσύ τα φράγκα για 20 μέρες εκεί ρε φιδέμπορα;
- Πλαστικό χρήμα αγόρι μου. Ξόδευε για να προσεύχονται οι τράπεζες να μην πάθεις τίποτα.

3
- Πωωωωωω, τι βυζί είναι αυτό ρε δικέ μου; Πού το είχε κρυμμένο αυτό το πράμα η Ντορίτσα;
- Στον Φουστάνο ρε άσχετε το είχε κρυμμένο. Δε βλέπεις ότι είναι πλαστικό; Αφού ήταν αβύζου και ακώλου γωνία το κορίτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified