Further tags

Πληθ.: χεπχοπάδες.

Οι ΕΠ.ΟΠ.τζήδες (ΕΠαγγελματίες ΟΠλίτες). Απαντώνται σε περιοχές με έντονη στρατιωτική παρουσία, όπως σύνορα (βλ. Γκατζολία, Γκασμαδία).

Εμπνευσμένο από το δίστιχο:

«Περπατώ εις το δάσος και ακούω χιπ χοπ, λες να απολύομαι, μπααα... είμαι ΕΠ.ΟΠ.».

Εννοιολογικά: χΕΠ.χΟΠάς.

- Τι έλεγε χθες το βράδυ στο clubάκι;
- Τι να πεί... Αρχιδόκαμπος σκέτος, τίγκα στους χεπχοπάδες.

Μυδασίστ: ΜΧΣ. (από Khan, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοϊδρυθείσα φυλή φοιτητών στο Α.Τ.Ε.Ι. Αθήνας.

Οι άμοιροι αυτοί φοιτητές που κατονομάζονται από τους συναδέλφους τους ως ΧίΠιδες είχαν την ατυχία να μην περάσουν κάποιο εργαστήριο (μαύρη και αποφράδα η ημέρα εκείνη). Λόγω του πλήθους των φοιτητών που υπάρχει σε κάθε σχολή, ο κομμένος σε κάποιο εργαστήριο συνάδελφος είναι αναγκασμένος να ξαναδώσει το μάθημα, χωρίς όμως να του επιτρέπουν να το ξαναπαρακολουθήσει, επειδή ο αριθμός των ατόμων στις αίθουσες είναι αυξημένος (δεν του έφτανε που κόπηκε, δε θα παρακολουθήσει κιόλας...)

Ο όρος ΧίΠιδες προκύπτει από τα αρχικά Χι-Πι ή αλλιώς Χ.Π. που σημαίνουν Χωρίς Παρουσία ή Χωρίς Παρακολούθηση. Το καλό της υπόθεσης είναι ότι δεν χρειάζεται να κάνει παρουσίες, οπότες κάτι είναι και αυτό αφού του δίνεται η ευκαιρία να στρώσει τον κώλο του και να διαβάσει μπας και περάσει πριν να τον καλέσουν ξανά για φαντάρο.

ΔΑΠίτης: Τι έγινε ρε;
ΚΝίτης: Άσε με έκοψε γαμώ την κινησιολογία μου γαμώ. Εσύ;
ΔΑΠίτης: Και μένα με έκοψε η καριόλα...
ΠΑΣΠίτης: Βρε καλώς τους ΧίΠιδες. Άντε με το καλό του χρόνου πάλι βλαστάρια μου.
ΚΝίτης: Καλά και συ τα τρία μου θα πάρεις, δε χαμπαριάζει αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός εκφράζει το ανάλογο του Φ.Π.Α. στο πεδίο του χρόνου.

Ο όρος αυτός εκφράζει το εξτρά χρονικό περιθώριο τέλεσης κάποιου γεγονότος και η χρήση του είναι αποτέλεσμα υλοποίησης μιας τακτικής προσχεδιασμένης καθυστέρησης ή μιας τακτικής συγκάλυψης της κακής εκτίμησης του χρόνου που δύναται να έχουμε είτε εξαιτίας μας είτε εξ αιτίας άλλων.

Με αυτόν τον τρόπο δίνουμε αρχικά την εντύπωση στον άλλο ότι η δραστηριότητα θα τελεστεί τάχιστα ενώ τον προετοιμάζουμε για χρονική καθυστέρηση. Αυτός ο τρόπος του χρονικού κατακερματισμού, δημιουργεί χιουμοριστική ατμόσφαιρα και έτσι ο άλλος μπορεί να αποβάλει το ενδεχόμενο άγχος του και να αποδεχθεί ευκολότερα την καθυστέρηση ενός γεγονότος. Είναι δε ευχαριστημένος αν το γεγονός τελεστεί γρηγορότερα από την εκπνοή του χρονικού περιθωρίου.

Αν τώρα, θέλουμε να κάνουμε πιο φλου τα πράγματα μπορούμε να μην ορίσουμε ποσοστό χουπουά. Έτσι μπορούμε να διευρύνουμε ακόμα τα χρονικά περιθώρια αφού εκμεταλλευόμαστε τη σύζευξη που κάνει ο άλλος με τον αδελφό όρο Φ.Π.Α που μόνο ελάχιστος δεν είναι.

- Μήτσο καίγομαι. Θέλω να έχω όσο πιο γρήγορα γίνεται το έγγραφο που σου ζήτησα.
- Θα τό 'χεις σύντομα.
- Πότε όμως; Καίγομαι!
- Ε τι να σου πω; Σε 3 ώρες συν χουπουά.
- Χα χα χα. OK, θα περιμένω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχολόγος σε συντομογραφία.

Συνήθως προφέρεται μόνο το αρχικό γράμμα για να μην καταλάβουν οι άλλοι ότι εκείνος που μιλάει παρακολουθείται από ψυχολόγο...

- Δεν μπορώ να έρθω το απόγευμα, έχω ψι...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ψυχολογικός πόλεμος (ΨΠ). Στρατιωτική ορολογία. Η απομείωση του διανοητικού και ηθικού δυναμικού του εχθρού, με χρήση προπαγάνδας ή, υπό ευρεία έννοια, οποιουδήποτε μέσου, με απώτερο σκοπό την υποστήριξη του αγώνα. Διεξάγεται και σε κατάσταση πολέμου αλλά και (τυπικής) ειρήνης.

Στην καθομιλουμένη, η σημασία είναι πιο περιορισμένη: οι συστηματικές ενέργειες για να πλήξουμε την ψυχολογία κάποιου ανθρώπου, ιδίως για να κάμψουμε την αντίστασή του σε κάτι, με ευθέως επιθετικές ψυχολογικές τεχνικές ή τουλάχιστον με ένα σκέλος ευθέος πλήγματος. Άλλου είδους τεχνικές χειραγώγησης (π.χ. εξαπάτηση, φούσκωμα αρχιδιών κλπ) δεν θα τις πεις ψιπί.

Για παράδειγμα, το να βάλεις κάποιον να χτυπάει τα κουδούνια του αντιδίκου σου στις τέσσερις η ώρα το πρωί πριν την δίκη είναι ψιπί. Το να τον πείσεις ότι θα ζητήσεις αναβολή στο δικαστήριο ώστε αυτός να έρθει χαλαρός και τότε να του πάρεις τα σώβρακα είναι άλλη φάση - ο στρατός θα το έλεγε ψιπί αλλά στην καθομιλουμένη θα λέγαμε απλώς (ακόμα και με θαυμασμό) ότι «τού 'παιξε φοβερή πουστιά ο δικός σου».

Από το Δημόσιο Πρόχειρο (vikar).

  1. Από εδώ:

- ΫΓ:Ο συγκεκριμενος ιδιοκτητης του σπιτιου ήθελε να δηλωσει στο συμβολαιο 100 ευρω λιγοτερα απο οτι θα του εδινα!!!!
- Μπορείς εναλλακτικά να του πεις ότι δέχεσαι να μπει στο συμβόλαιο το 1/3 του ενοικίου... και μετά να του πληρώνεις όσα γράφει το συμβόλαιο Αν αντέχεις άγριο ψιπι, είναι ότι καλύτερο μπορείς να του κάνεις.

  1. Από εδώ:

Το τι έγινε, δεν περιγράφεται. Επιστρέφοντας σπίτι μου μετά από την πρώτη ολιγόωρη διανομή, όπου ουκ ολίγα βιβλιοπωλεία είχαν αρνηθεί να το πάρουν, άκουσα από τον αυτόματο τηλεφωνητή μου όχι μία αλλά τρεις απειλές κατά της ζωής μου! Τρόμαξα ομολογώ, ήμουν και άπειρος τότε από... Ψι Πι –ήτοι Ψυχολογικό Πόλεμο-, ωστόσο συνέχισα κανονικά [...]

The Men who Stare at Goats, η αφίσα της ταινίας (από poniroskylo, 28/02/11)(από patsis, 19/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published

ΩΚΥΣ (προφέρεται «ωκύς»): αρχικά των λέξεων «Ωραίοι Και Υπέροχοι Σαλαμίνιοι».

Αναφέρεται στους νέους-μέλη της Πρωτοβουλίας Σαλαμινίων για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην κοιτίδα τους «Η έκκληση των Σαλαμινομάχων» (n.ekklisi.ton.salaminomaxon@gmail.com).

Γενικότερα η λέξη χαρακτηρίζει την νεολαία της Σαλαμίνας και κατ' επέκταση τη νεολαία συνολικά και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την δημιουργία σύνθετών λέξεων ή εκφράσεων, όπως ωκυσάκης (ωκύς και Σάκης ή Άκης), ωκύκουπας (ωκύς και κουπί) κ.λπ.

Η λέξη είναι συνώνυμη της αρχαίας Ελληνικής «ωκύς» που σημαίνει τον ταχύ, τον γρήγορο.

«Ο Αποστόλης, ο ωκύκουπας»:
Έκφραση για τον Αποστόλη Παπανδρέου, Σαλαμίνιο αθλητή της κωπηλασίας, πρωταθλητή Ελλάδας και Βαλκανιονίκη, ένα από τα πρώτα κουπιά της Ελλάδας.

Ωκυσάκης, ο ωραίος και υπέροχος Σάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified