Αυτός που επεξεργάζεται το πετσί του, δηλαδή που αυνανίζεται. (Δες).
Από όταν χώρισε, έχει γίνει βυρσοδέψης από το πολύ ξεπέτσιασμα.
Αυτός που επεξεργάζεται το πετσί του, δηλαδή που αυνανίζεται. (Δες).
Από όταν χώρισε, έχει γίνει βυρσοδέψης από το πολύ ξεπέτσιασμα.
Got a better definition? Add it!
Η οφθαλμολαγνία, εννοείται ότι παίρνεις έτσι υλικό και θεματάκι, ώστε όταν απομονωθείς μετά στο σπίτι, να καταφύγεις σε αυνανισμό μέσω φαντασιώσεων από το θελκτικό θέαμα που έχεις δει. Κυρίως ως παίρνω εργασία για το σπίτι.
Τι άλογα στην περατζάδα! Πήραμε μπόλικη εργασία για το σπίτι!
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο άσφαιρος άντρας, ο άντρας που δεν μπορεί να κάνει σεξ λόγω ανικανότητας ή υπερβολικού αυνανισμού που τον έχει ξεζουμίσει.
Τον έπαιξε τόσες φορές για πάρτη της που όταν τελικά του κάθησε ήταν αβολίδωτος.
Got a better definition? Add it!
Τον κάνω μολύβι για γράψιμο σημαίνει αυνανίζομαι περιπαθώς και κατ' επανάληψη. Η εικόνα είναι από ένα μολύβι που μπαίνει στην ξύστρα και ξύνεται.
Τον έχει κάνει μολύβι για γράψιμο ο μικρός.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Δεν τον βλέπω πουθενά τον μικρό, μάλλον καθαρίζει το μονόκαννο. (Δες).
Got a better definition? Add it!
Αυνανίζομαι. (Δες).
Έχει χειροτονωθεί και είναι έτοιμος να προχωρήσει.
Got a better definition? Add it!
Αυνανίζομαι εκ του καλιαρντής προέλευσης φλοκάρω.
Σολοφλοκάρει όλη μέρα, τον έχει κάνει λάστιχο.
Got a better definition? Add it!
Ψευδοαρχαίος σλανγιωτατισμός που σημαίνει αυνανίζομαι.
Πεοταλαντώνει ενδοπαλαμικώς καθ' εκάστην ο μάλαξ.
Got a better definition? Add it!
Το δέρμα που περιβάλλει το πέος και συνεκδοχικά το πέος, ιδίως κατά τον αυνανισμό. Βαράω πετσί σημαίνει αυνανίζομαι.
Το έχει κάνει το πετσί του σφεντόνα ο Χαράλαμπος.
Got a better definition? Add it!