Με τι αρχίδια, με τι μούτρα.

Συνήθως λέγεται για να αμφισβητήσει έντονα την πιθανή επιτυχή έκβαση μιας απόπειρας ή για να αποδοκιμάσει μια πράξη που κάνει ένα άτομο χωρίς να έχει το κατάλληλο υπόβαθρο.

Βλ. και πού πας ρε Καραμήτρο;

  1. - Λέω να πάω να την πέσω στη Λίλιαν, με γκαβλώνει πολύ.
    - Με τι καρύδες ρε μαλάκα; Δεν ξέρεις ότι την κολλάει ο ρουμάνος; Θα σου γαμήσει τα ράμματα άμα το μάθει!

  2. - Κοίτα το τρίμπαζο τι φοράει...
    - Καλά με τι καρύδες φοράει και κολλητά ρε! Δεν της έχει πει κανένας ότι είναι 800 κιλά και μοιάζει με όρκα;

(από notheitis, 06/06/10)(από notheitis, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδελφό λήμμα του σο. Από το γαλλικό «non;» που έχει τη σημασία του αγγλικού «isn't it;» και που λέγεται στα ελληνικά «έτσι δεν είναι;» όπου είναι το μακρύτερο απ' όλα. Έτσι λοιπόν, χάριν συντομίας, καταφεύγουμε στο γαλλικό, αλλά με μια αγγλική χροιά (παραλείπουμε δηλαδή το τελευταίο -ν, το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν προφέρεται απόλυτα στη γαλλική).

(παρένθεση: για τους ρωσσομαθείς, παραπέμπει στο αλλά (но,...) και στην περίπτωση αυτή το αφήνουμε αιωρούμενο, υπονοώντας το κόμμα, σα να επρόκειτο να συνεχίσουμε την πρότασή μας).

Τέλος, ουδεμία σχέση έχει με το ιαπωνικό θέατρο του Νο.

Έγινα κατανοητή νομίζω, νο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος που είναι ή θεωρεί εαυτόν ταγό το έχει παρακάνει και η βαλίτσα πλέον έχει πάει μακριά και οι πρώτες δειλές δειλές ανησυχίες να εκδηλώνονται.

Ειρωνικά, επειδή τα στρουμφάκια στην σειρά του Peyot είχαν τυφλή εμπιστοσύνη στον αρχηγό τους παπαστρούμφ, αλλά συνήθιζαν να του κάνουν αυτήν την ερώτηση όταν αυτός τους έβαζε μεγάλες πορείες για την εκπλήρωση σχεδίων, που κατανοούσε μόνο ο ίδιος.

- Μας είχε υποσχεθεί αύξηση ο ρουμάνος τον περασμένο Σεπτέμβριο και τώρα έχει πάει Απρίλιος και τίποτα! Είναι μακριά ακόμη παπαστρούμφ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται :

  1. για να εκφράσει τη δυσπιστία του ομιλούντα απέναντι στην κατάφαση, συμφωνία, υπόσχεση κλπ. που προηγήθηκε,
    ή
  2. για να παροτρύνει σε μεγαλύτερη προσπάθεια-συνέπεια, να δεσμεύσει πραγματικά τον συνομιλητή (ως προς αυτό που εκείνος ενέκρινε, συμφώνησε, υποσχέθηκε κλπ.).

Δεν ενέχει σεξιστικό υπονοούμενο / σαρκασμό, πρόκειται περί χιουμοριστικής παρονομασίας (annominatio) που προκύπτει από το συνδυασμό ελλείψεως (eclipsis, defectio) και αντίστασης (ploke, distinctio): η πλήρης πρόταση που εννοείται είναι: «(Το εννοείς το Ok, είναι ένα) Straight (εδώ »ειλικρινές«) Ok ή (είναι ένα όχι straight=) gay Ok;»

Δεν αποτελεί κατά βάση σλανγκιστική γείωση με την έννοια των τιραμισουρεαλιστών του παρόντος ιστοτόπου, γιατί δε βάζει λουκέτο και τσιμεντογαλότσα στη συζήτηση -η βασική της λειτουργία είναι διευκρινιστική ή παρωθητική (όπως ειπώθηκε).

- Λοιπόν, όπως είπαμε, στις οχτώ στη στάση, έτσι;
- Ok.
- Ok ή γκέι;
- Είπα θα 'μαι, λήξις.

Σχετικοάσχετα: οκέικ, ο-γκέι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified