Further tags

Το λουμπάγκο που παθαίνουν δουλόφρονες οσφυοκάμπτες από τις πολλές υποκλίσεις.

Μια στον Πούτιν, μια στον Ερντογάν, έχουν πάθει δουλουμπάγκο οι πολιτικοί μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκέι ή λεσβία που δεν έχει βγει από τη ντουλάπα, δεν έχει κάνει άουτινγκ και παραμένει κρυφός/ή, δηλαδή μη ορατός δημοσίως ως γκέι ή λεσβία, με αποτέλεσμα να χρειάζεται ναφθαλίνη, για να μην τον/ην φάει ο σκόρος.

Έκανε ένα ατελές άουτινγκ και τώρα πάλι ναφθαλίνη.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) +‎ -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.

Ώπα, καρκαλέτσι!

Got a better definition? Add it!

Published